κάννα

From LSJ
Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάννα Medium diacritics: κάννα Low diacritics: κάννα Capitals: ΚΑΝΝΑ
Transliteration A: kánna Transliteration B: kanna Transliteration C: kanna Beta Code: ka/nna

English (LSJ)

or κάννη, ης, ἡ,

   A pole-reed, Arundo Donax, Plb.14.1.15; κάννας τιμά (prob. for making pens) SIG241.103 (Delph., iv B.C.).    2 reed-mat, Cratin.197, Eup.228, dub. in IG12.330.12: in pl., reedfence, Ar.V.394, Pherecr.63. (Cf. Bab. [kudot ]anû, Hebr. [kudot ]āneh 'reed'.)

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Poll. 10, 184, gew. plur., das Rohr; das aus Rohr Geflochtene, sowohl Decke, Matte, als bes. aus Rohrgeflecht gemachtes Gehege, z. B. um die Bildsäulen, Ar. Vesp. 394, sonst auch γέῤῥα genannt; VLL. erkl. ψίαθοι.

Greek (Liddell-Scott)

κάννα: ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: πλέγμα ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, κάναθρονκάνναθρον, κάνεον: ἴσωςῥίζα εἶναι Σημιτική· πρβλ. kânek).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
roseau, plante.
Étymologie: DELG emprunt sémit.

Greek Monolingual

και κάννη, η (AM κάννα και κάννη)
νεοελλ.
1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα
2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες
μσν.
μέτρο ύψους ίσο με οκτώ σπιθαμές
αρχ.
1. καλάμι, ράβδος, πάσσαλος από καλάμι
2. πλέγμα από καλάμια, ψάθα, ψαθί
3. καλαμωτή, καλαμένιο περίφραγμα, φράχτης από καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (πρβλ. ακκαδ. qanu, εβρ. qanẽ), οι ρίζες της οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (πρβλ. σουμερ. gin) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (πρβλ. λατ. canna).
ΠΑΡ. κάνιστρο(ν)
αρχ.
κάνασθον, κάνα(ν)στρον, κάνε(ι)ον, κάνης, κάνυστρον, κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, καννωτός.
ΣΥΝΘ. καναδόκα, καννοπλόκος, καννοχερσαία].

Greek Monotonic

κάννα: ή κάννη, -ης, ἡ, καλάμι, Λατ. canna· σε πληθ., καλαμένιο πλέγμα, φράκτης, σε Αριστοφ.