στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
κατέσχεθον: ἴδε κατέχω.
ao. poét. de κατέχω.
κατέσχεθον: ποιητ. αόρ. βʹ του κατέχω.