κευθάνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
poet. for κεύθω, impf.
A ἐκεύθανον Il.3.453.
German (Pape)
[Seite 1426] poet. = κεύθω, Il. 3, 453, im imperf.
Greek (Liddell-Scott)
κευθάνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ κεύθω, ἐκεύθανον, Ἰλ. Γ. 453.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. ἐκεύθανον;
c. κεύθω.
English (Autenrieth)
= κεύθω, Il. 3.453†.
Greek Monolingual
κευθάνω (Α)
(ποιητ. τ. του κεύθω) κρύβω («οὐ μὲν γὰρ... ἐκεύθανον, εἴ τις ἴδοιτο» — γιατί δεν θα τον έκρυβαν, αν κανείς τον έβλεπε, Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κευθάνω: ποιητ. αντί κεύθω, σε Ομήρ. Ιλ.