ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery
poét. c. κύσαι, inf. ao. de κυνέω;pour κῦσαι, inf. ao. de κύω.
κύσσαι: Επικ. αντί κύσαι [ῠ], απαρ. αορ. αʹ του κυνέω.