λαλητρίς

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλητρίς Medium diacritics: λαλητρίς Low diacritics: λαλητρίς Capitals: ΛΑΛΗΤΡΙΣ
Transliteration A: lalētrís Transliteration B: lalētris Transliteration C: lalitris Beta Code: lalhtri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A talker, prattler, AP5.236.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 9] ίδος, ἡ (fem. zu dem nicht vorkommenden λαλητής), die Schwätzerinn, χελιδόνες Agath. 12 (V, 237).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλητρίς: -ίδος, λάλος γυνή, φλύαρος, Ἀνθ. Π. 5. 237.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
babillarde.
Étymologie: λαλέω.

Greek Monolingual

λαλητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
φλύαρη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς, κληρω-τρίς)].

Greek Monotonic

λᾰλητρίς: -ίδος, ἡ (λαλέω), ομιλητική γυναίκα, φλύαρη, σε Ανθ.