λιπαρόζωνος

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρόζωνος Medium diacritics: λιπαρόζωνος Low diacritics: λιπαρόζωνος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: liparózōnos Transliteration B: liparozōnos Transliteration C: liparozonos Beta Code: liparo/zwnos

English (LSJ)

ον,

   A bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la brillante ceinture.
Étymologie: λιπαρός, ζώνη.

Greek Monolingual

λιπαρόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ζώνη.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόζωνος: -ον (ζώνη), αυτός που έχει λαμπρή ζώνη, σε Ευρ.