μακρόχειρ

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόχειρ Medium diacritics: μακρόχειρ Low diacritics: μακρόχειρ Capitals: ΜΑΚΡΟΧΕΙΡ
Transliteration A: makrócheir Transliteration B: makrocheir Transliteration C: makrocheir Beta Code: makro/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A longarmed, name of Artaxerxes I, Str.15.3.21, Plu.Art.1; of athletes, Philostr.Gym.31,34.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, ὄνομα Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... μακρόχειρ ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
aux longues mains.
Étymologie: μακρός, χείρ.

Greek Monotonic

μακρόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.