μεγαλαυχέω
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
A boast, brag, A.Ag.1528 (anap.), LXX Ez.16.50, Ph. 1.284, AP5.272 (Agath.); ἐπί τινι Plb.12.13.10; ἐν ταῖς εὐπραγίαις Id.8.21.11; διά τι D.S.15.16:—also in Med., Pl.Alc.1.104c, R.395d; ἐπί τινι App.BC1.13. II c.acc., boast of, μονομάχιον Id.Gall. 10.
German (Pape)
[Seite 105] großprahlen, sich rühmen; μηδὲν ἐν Αιδου μεγαλαυχείτω, Aesch. Ag. 1509; κατά τινος, Agath. 13 (V, 273); auch in Prosa, Pol. 8, 23, 11; ἐπί τινι, σεμνύνεσθαι καὶ μ., 15, 23, 5; – geläufiger im med., Plat. Rep. III, 395 d Alc. I, 104 c.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαυχέω: καυχῶμαι μεγάλως, ὁμιλῶ κομπορρημόνως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, Ἀνθ. Π. 5. 273· - τὸ πλεῖστον ἐν μέσ. τύπῳ, καυχῶμαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104C, Πολ. 395D· ἐπί τινι, ἔν τινι Πολύβ. 12. 13, 10, κτλ.· διά τι Διόδ. 15. 16· - ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Φίλων 2. 217.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être orgueilleux, se vanter.
Étymologie: μεγάλαυχος.
English (Strong)
from a compound of μέγας and aucheo (to boast; akin to αὐξάνω and καυχάομαι); to talk big, i.e. be grandiloquent (arrogant, egotistic): boast great things.
English (Thayer)
μεγαλαύχω; (μεγάλαυχος, and this from μεγάλα and αὐχέω); to be grandiloquent; to boast great things, to bear oneself loftily in speech or action: ἡ γλῶσσα μεγάλαυχεῖ (L T Tr WH μεγάλα αὐχεῖ), Aeschylus Ag. 1528; Polybius 12,13, 10; 8,23, 11; Diodorus 15,16, others; middle γυναῖκα πρός Θεούς ἐριζουσαν καί μεγαλαυχουμενην, Plato, rep. 3, p. 395d.; for גָּבָה, to exalt oneself, carry oneself haughtily, Sirach 48:18.)
Greek Monotonic
μεγᾰλαυχέω: μέλ. -ήσω, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, καυχησιολογώ, σε Αισχύλ. — Μέσ., καυχιέμαι για τον εαυτό μου, σε Πλάτ.