ναυμαχητέον
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
Full diacritics: ναυμᾰχητέον | Medium diacritics: ναυμαχητέον | Low diacritics: ναυμαχητέον | Capitals: ΝΑΥΜΑΧΗΤΕΟΝ |
Transliteration A: naumachētéon | Transliteration B: naumachēteon | Transliteration C: navmachiteon | Beta Code: naumaxhte/on |
A one must fight by sea, Arist.Rh.1376a2.
ναυμαχητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ναυμαχέω, δεῖ ναυμαχεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15. 14.
ναυμᾰχητέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει να δοθεί μάχη στη θάλασσα, σε Αριστ.