πρεσβυγένεια
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
Ion. πρεσβυγεν-είη, ἡ,
A seniority of birth, Hdt.6.51, Plu.2.636e.
German (Pape)
[Seite 699] ἡ, ältere Geburt, Erstgeburt; Her. 6, 51; Plut. Symp. 2, 3, 2 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῠγένεια: ἡ, προτεραιότης γεννήσεως, Ἡρόδ. 6. 51, Πλούτ. 2. 636D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ancienneté d’âge.
Étymologie: πρεσβυγενής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α πρεσβυγενής
η ιδιότητα του πρεσβυγενούς, του πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια.
Greek Monotonic
πρεσβῠγένεια: προτεραιότητα στη γέννηση, σε Ηρόδ.