προβιβάζω
English (LSJ)
fut.
A -άσω D.C.58.23, Att. προβῐβῶ Ar.Av.1570:— causal of προβαίνω, cause to step forward, lead on, τινα S.OC180 (lyr.); ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; to what point, how far do you mean to carry us ? Ar.l.c.; τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν, Pl.Prt.328a, X.Mem.1.5.1; ἕως Μακεδονίας τὴν ἀρχήν extend it... D.H.1.3; push on, οὐδὲν ἠδύνατο π. τῶν ἔργων Plb.5.100.1:—Pass., to be developed, improved, of machines, Hero Bel.74.4. 2 push forward, advance, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (by building a wall) D.S.4.78; exalt, τὴν πατρίδα Plb.9.10.4; τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς promote him, D.C.l.c.; δύναμιν Phld. Rh.1.40 S. 3 teach, τινάς τι LXX De.6.7, cf. Plu.Cat.Mi.36 (dub.); put forward as a representative, Act.Ap.19.33 (v.l.):— Pass., to be instructed or egged on, ὑπὸ τῆς μητρός Ev.Matt.14.8. II intr., = προβαίνω, Plb.10.44.1, Aristid.2.231 J. III of a male, mount before, ἄλλην Arist.HA546a10.
German (Pape)
[Seite 711] weiter fortführen, -bringen, befördern; προβίβαζε, κούρα, πρόσω, Soph. O. C. 176, sc. αὐτόν, führe ihn weiter; ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε, Ar. Av. 1570, wohin wirst du uns doch noch bringen? προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, Plat. Prot. 328 b; Xen. Mem. 1, 5, 1; Sp., τὴν πατρίδα, es größer, mächtiger machen, Pol. 9, 10, 4, u. öfter; auch intrans., Fortschritte machen, βραχύ τι προεβίβασε, 10, 44, 1; οὐδὲν ἐδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων, 5, 100, 1; auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβῐβάζω: μέλλ. -άσω, Ἀττ. προβῐβῶ· ― μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ προβαίνω, κάμνω τινὰ νὰ προβῇ, ὁδηγῶ, φέρω πρὸς τὰ ἐμπρός, κάμνω τινὰ νὰ φθάσῃ που, τινα Σοφ. Ο. Κ. 180· ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; εἰς ποῖον μέρος, μέχρι τίνος ἐννοεῖς νὰ μᾶς φέρῃς; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1570· τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν Πλάτ. Πρωτ. 328Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 1· τὴν ἀρχὴν ἕως Μακεδονίας, ἐκτείνω μέχρι..., Διον. Ἁλ. 1. 3· ― ἄγω, παρακινῶ, λόγῳ τινὰ πρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, διάφορ. γραφ. παρ’ Αἰσχίν. 67. 2 2) ἐκτείνω πρὸς τὰ ἐμπρός, προεκβάλλω, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (διὰ τῆς οἰκοδομῆς τείχους), Διόδ. 4. 78· ὑψώνω, μεγαλύνω, τὴν πατρίδα Πολύβ. 9. 10, 4· τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς, προάγω, ἀναβιβάζω εἰς ἀνώτερον ἀξίωμα, προβιβάζω, Δίων Κ. 58. 23. 3) διδάσκω ἐκ τῶν προτέρων, τινά τι Ἑβδ. (Δευτερ. Ϛ΄, 7). ― Παθ., πιθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 8. ΙΙ. ἀμεταβ., = προβαίνω, Πολύβ. 5. 100, 1., 10. 44, 1. 2) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, ὀχεύω, βατεύω, ἐπιβαίνω πρότερον, ἄλλην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20.
French (Bailly abrégé)
f. προβιβῶ, ao. προέβιβασα;
faire avancer, acc..
Étymologie: πρό, βιβάζω.
English (Slater)
προβῐβάζω
1 lead out [Ἄβδ]ηρε, καὶ [στρατ]ὸν ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.106)
English (Strong)
from πρό and a reduplicated form of βιάζω; to force forward, i.e. bring to the front, instigate: draw, before instruct.
English (Thayer)
1st aorist 3rd person plural προεβίβασαν; 1st aorist passive participle feminine προβιβασθεῖσα;
1. properly, to cause to go forward, to lead forward, to bring forward, drag forward: R G (from Sophocles down)).
2. metaphorically, equivalent to προτρέπω, to incite, instigate, urge forward, set on; to induce by persuasion: εἰς τί, Xenophon, mem. 1,5, 1; Plato, Prot., p. 328b.; (in Sept. with an accusative of the thing (and of the person) equivalent to to teach)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη
νεοελλ.
(ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τον προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα»)
αρχ.
1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός
2. χειραγωγώ («ἐπισκεψώμεθα, εἴ τι προυβίβαζε λέγων εἰς ταύτην [τὴν ἐγκράτειαν] τοιάδε», Ξεν.)
3. εκτείνω, προεκτείνω
4. προωθώ («οὐδὲν ἠδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων», Πολ.)
5. εκτείνω προς τα εμπρός, προεκβάλλω («προβιβάζειν τὸ ὑπερκείμενον τοῡ κρημνοῡ [ενν. διὰ τῆς οἰκοδομής τείχους]», Διόδ.)
6. εξυψώνω, μεγαλύνω
7. παρουσιάζω, εμφανίζω (ἐκ δὲ τοῡ ὄχλου προεβίβασαν Ἀλέξανδρον», ΚΔ)
8. (αμτβ.) προοδεύω, προκόβω
9. διδάσκω εκ τών προτέρων («καὶ προβίβασεις αὐτὰ τους υἱοὺς σου», ΠΔ)
10. (για το αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω εκ τών προτέρων («ὀχεύειν δ' εἴωθε χορτασθεὶς καὶ μὴ προβιβάσας ἄλλην», Αριστοτ.)
11. παθ. προβιβάζομαι
α) (για μηχανή) αναπτύσσομαι
β) δασκευλεύομαι προηγουμένως από κάποιον («ἡ δὲ προβιβασθεῑσα ὑπὸ τῆς μητρός αὐτῆς», ΚΔ)
12. φρ. «ποῑ προβιβᾷς ἡμᾱς ποτέ» — ως ποιο σημείο σκέπτεσαι να μᾱς φέρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βιβάζω «ανεβαίνω, προχωρώ»].
Greek Monotonic
προβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βῐβῶ, μτβ. του προβαίνω,
1. κάνω βήμα μπροστά, οδηγώ μπροστά, φέρω προς τα εμπρός, τινά, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.· οδηγώ, παρακινώ, λόγῳτινά, προβιβάζω, σε Ξεν.
2. ωθώ προς τα εμπρός, εκτείνω, προβάλλω, μεγαλύνω, τὴν πατρίδα, σε Πολύβ.
3. διδάσκω εκ των προτέρων, τινά τι, LXX. — Παθ., πιθ. στην Κ.Δ.