προσκατανέμω

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατανέμω Medium diacritics: προσκατανέμω Low diacritics: προσκατανέμω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΝΕΜΩ
Transliteration A: proskatanémō Transliteration B: proskatanemō Transliteration C: proskatanemo Beta Code: proskatane/mw

English (LSJ)

   A allot or assign besides, δευτέραν βουλήν Plu.Sol.19; τὴν Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Id.Cat.Mi.33, cf. D.C.51.4.

German (Pape)

[Seite 768] (s. νέμω), zutheilen, Plut. Sol. 19 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατανέμω: ἀπονέμω προσέτι, Πλουτ. Σόλων 19· Καμπανίαν τοῖς πένησιν Κάτων Νεώτ. 33, πρβλ. Κ. 51. 4.

French (Bailly abrégé)

distribuer ou assigner en outre.
Étymologie: πρός, κατανέμω.

Greek Monolingual

Α κατανέμω
1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.)
2. απονέμω επί πλέον
3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῑς ἀπόροις καὶ πένησιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσκατανέμω: μέλ. -νεμῶ, κατανέμω, απονέμω επιπλέον, σε Πλούτ.