προσμηχανάομαι

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμηχᾰνάομαι Medium diacritics: προσμηχανάομαι Low diacritics: προσμηχανάομαι Capitals: ΠΡΟΣΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: prosmēchanáomai Transliteration B: prosmēchanaomai Transliteration C: prosmichanaomai Beta Code: prosmhxana/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be cunningly fastened to or upon, A. Th.541,643.    II Med., contrive or procure for oneself, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Pl.R.467c; διατριβὴν ἑτέραν D.H.7.37; τούτοις ἄλλα παράδοξα J.AJ8.13.1; τιθασεύματα Porph.Abst.1.9.

German (Pape)

[Seite 772] noch dazu ersinnen, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, Plat. Rep. V, 467 c; künstlich hinzusetzen, perf. in pass. Bdtg, σῆμα προσμεμηχανημένον, Aesch. Spt. 625, vgl. 523.

Greek (Liddell-Scott)

προσμηχᾰνάομαι: Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, ἐξευρίσκω δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
au sens Pass.
être fixé ou attaché à.
Étymologie: πρός, μηχανάω.

Greek Monotonic

προσμηχᾰνάομαι:I. Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., επινοώ ή βρίσκω για τον εαυτό μου, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, σε Πλάτ.