σέρις

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέρῐς Medium diacritics: σέρις Low diacritics: σέρις Capitals: ΣΕΡΙΣ
Transliteration A: séris Transliteration B: seris Transliteration C: seris Beta Code: se/ris

English (LSJ)

ἡ, gen. ιδος (εως Gp.12.28 tit.), pl.

   A σέρεις Diog.Ep.32.1 and 3:—endive or chicory (σ. ἀγρία, = Chicory, Cichorium Intybus, σ. κηπευτή, = Endive, Cichorium Endivia, Dsc.2.132), Epich.161, AP 11.413 (Ammian.); cf. πικρίς 1.2.

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, eine Endivienart, lat. seris, Ammian. 20 (XI, 413); auch τρώξιμα, u. wegen ihres bittern Geschmackes πικρίς genannt; ihr Genuß verursacht einen üblen Geruch, Artemidor. 1, 69.

Greek (Liddell-Scott)

σέρῐς: ἡ, γεν. -ιδος, καὶ παρὰ τοῖς γραμμ. -εως· πληθ. σέρεις Διογ. Κυν. Ἐπιστ. 32 (Hercher)· - εἶδος κιχορίου ἢ κονύζης, «πικραλίδα», Λατ. seris, Ἐπίχ. 113 Ahr. (παρ’ ᾧ σερίδια), Διοσκ. 2. 160, Ἀνθ. Π. 11. 413· καλοῦνται καὶ τρώξιμα καὶ (ὡς ἐκ τῆς πικρᾶς αὐτῆς ῥίζης) πικρίς.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
légume, sorte de chicorée, endive.
Étymologie: -.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, ΜΑ, γεν. και -εως Μ, πληθ. και σέρεις, Α
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

σέρῐς: ἡ, γεν. -ιδος, είδος αντιδιού ή πικραλίδας, σε Ανθ.