συμμεθίστημι

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεθίστημι Medium diacritics: συμμεθίστημι Low diacritics: συμμεθίστημι Capitals: ΣΥΜΜΕΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: symmethístēmi Transliteration B: symmethistēmi Transliteration C: symmethistimi Beta Code: summeqi/sthmi

English (LSJ)

   A change at the same time, Arist.Pr.940b5; 3sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάω) Str.1.3.13.    II Pass., with aor. 2 and pf. Act., change places simultaneously with another, Plu.Pyrrh.16, etc.

German (Pape)

[Seite 981] (s. ἵστημι), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεθίστημι: συμμεταβάλλω, Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ αὐτοῦ θέσιν καὶ κινούμενον ὅπως καὶ ἐκεῖνος, Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 συμμετέστην, etc.
se déplacer ou changer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεθίστημι.

Greek Monolingual

Α
1. μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. (το παθ.) συμμεθίσταμαι
(αμτβ.) αλλάζω θέση ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεθίστημι «μεταφέρω, μεταβάλλω»].

Greek Monolingual

Α
1. μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. (το παθ.) συμμεθίσταμαι
(αμτβ.) αλλάζω θέση ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεθίστημι «μεταφέρω, μεταβάλλω»].

Greek Monotonic

συμμεθίστημι:I. συμμετέχω στη μεταβολή κάποιου πράγματος, συμμεταβάλλω· γʹ ενικ. συμμεθιστᾷ (από -ιστάω), σε Στράβ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., αλλάζω συγχρόνως θέση με κάποιον, σε Πλούτ.