τοπρίν

From LSJ
Revision as of 02:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

German (Pape)

[Seite 1129] adv., = πρίν, Hom. u. Hes. S, πρίν.

Greek (Liddell-Scott)

τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, ἴδε ἐν λέξ. πρίν, πρόσθεν, πρότερος.

French (Bailly abrégé)

c. πρίν.
Étymologie: τό, πρίν.

Greek Monotonic

τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, προτιμητέα χωριστά.