τρυσίβιος

From LSJ
Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσίβῐος Medium diacritics: τρυσίβιος Low diacritics: τρυσίβιος Capitals: ΤΡΥΣΙΒΙΟΣ
Transliteration A: trysíbios Transliteration B: trysibios Transliteration C: trysivios Beta Code: trusi/bios

English (LSJ)

[σῐ], ον, (tru/w)

   A = τετρυμένον βίον ἔχουσα, γαστήρ Ar. Nu.421.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσίβιος: -ον, (τρύω) ὁ καταπονῶν, κατατρύχων τὸν βίον, φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρός, «κεκολασμένης καὶ καταπονούσης τὸν βίον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 421.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rend sa vie pénible.
Étymologie: τρύω, βίος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + -βιος (< βίος), πρβλ. σωσί-βιος].

Greek Monotonic

τρῡσίβῐος: -ον (τρύω), αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Αριστοφ.