χρυσοχαίτης
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ου, poet. χρῡσο-χαῖτᾰ, ὁ,
A golden-haired, of Apollo, Pi.P.2.16; Dor. nom. χρῡσό-τᾱς, Limen.4; of Eros, Anacreont.41.12.
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, mit goldenem Haupthaare; Beiwort des Apollo, Pind. Ol. 14, 10; Ἔρως, Anacr. 41, 12.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοχαίτης: ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, ὁ ἔχων χρυσῆν χαίτην δηλ. κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 2. 29· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρεόντ. 41. 12· - θηλ. -χαιτις, ιδος, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιστ. ἐν Notices et Extraits τ. 6, σ. 542.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
à la chevelure d’or.
Étymologie: χρυσός, χαίτη.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, θηλ. χρυσόχαιτις, -αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α
αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. μελαγ-χαίτης].
Greek Monotonic
χρῡσοχαίτης: ποιητ. -χαῖτᾰ, ὁ, αυτός που έχει χρυσή χαίτη, κόμη, σε Πίνδ.