γύμνωσις
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stripping, παρθένων Plu. Lyc.14, cf. Cat.Ma.20, Dsc.2.173. II exposure, LXXGe.9.22; ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ. his defenceless side (cf. γυμνός 2), Th.5.71.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, Entblößung, Blöße, Thuc. 5, 71; Plut. Cat. mai. 20 u. Sp.; bei LXX auch die Schaam.
Greek (Liddell-Scott)
γύμνωσις: -εως, ἡ, στέρησις ἢ ἀφαίρεσις τοῦ καλύμματος, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. ΙΙ. γυμνότης, Ἑβδ. (Γεν. θ΄, 22)·- ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γ., τὴν ἀνυπεράσπιστον πλευρὰ του (πρβλ γυμνός 2), Θουκ. 5.71.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de mettre à nu;
2 flanc droit non couvert (par le bouclier).
Étymologie: γυμνόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 desnudez, de soldados ausencia de escudo, falta de protección, indefensión en ciertos movimientos táct. προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Th.5.71, cf. plu. D.C.40.23.3
•fig. de las encías enfermas διασήπουσα τὰ οὖλα ἄχρι γυμνώσεως Dsc.2.173.3.
2 gener. desnudez εἶδεν Χαμ ... τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ LXX Ge.9.22, cf. 23, D.C.46.17.3, 79.16.5, Aq.Hb.2.15, Clem.Al.Paed.2.6.51, Meth.Res.1.20, Epiph.Const.Haer.52.3, Nil.M.79.800A, B, Procop.Gaz.M.87.177C, τὴν ἰδίαν γύμνωσιν ἑαυτὸν ἔκρυψε de un poseso que es liberado, Epiph.Const.Haer.30.10, de un cadáver, Sch.A.Th.432c, ἡ ... γ. τῶν παρθένων οὐδὲν αἰσχρὸν εἶχεν Plu.Lyc.14, cf. 2.227e, δυσωπούμενοι τὴν ἀποκάλυψιν καὶ γύμνωσιν en competiciones deportivas, Plu.Cat.Ma.20, cf. Poll.3.153
•fig. de la desnudez de la tierra, desolación Procl.CP M.65.836A.
Greek Monotonic
γύμνωσις: -εως, ἡ,
I. απογύμνωση, γδύσιμο·
II. γύμνια, γυμνότητα· ἐξαλλάσσειν τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν, την ανυπεράσπιστη πλευρά του (πρβλ. γυμνός 2), σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
γύμνωσις: εως ἡ1) обнажение, раздевание (ἀποκάλυψις καὶ γ. Plut.);
2) обнаженное место, не прикрытая щитом часть тела (ἐξαλλάττειν τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Thuc.).