Περσέφασσα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. Περσεφόνη.
Russian (Dvoretsky)
Περσέφασσα: атт. Aesch., Eur. Περσέφαττα, тж. Soph., Eur. Φερσέφασσα, Arph. Φερσέφαττα и Plat. Φερρέφαττα ἡ = Περσεφόνη.