κρημνίζω
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
A hurl down headlong, κατὰ τοῦ τείχους LXX 2 Ma.6.10: metaph., ἐπὶ ἀτάκτους ἡδονὰς ἑαυτοὺς κ. Plu.2.5b:—Pass., J.BJ2.3.3, Cat.Cod. Astr.8(4).156.
Greek (Liddell-Scott)
κρημνίζω: ὡς καὶ νῦν, ῥίπτω κατὰ κεφαλῆς, κοιν. «γκρεμίζω», Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ϛ΄, 10)· μεταφ., κρ. ἑαυτὸν εἰς ἀτάκτους ἡδονὰς Πλούτ. 2. 5Α.
French (Bailly abrégé)
précipiter.
Étymologie: κρημνός.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
κρημνίζω: устремлять, бросать (ἑαυτοὺς εἰς или ἐπὶ τὰς ἡδονάς Plut.).