πεδητής

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδητής Medium diacritics: πεδητής Low diacritics: πεδητής Capitals: ΠΕΔΗΤΗΣ
Transliteration A: pedētḗs Transliteration B: pedētēs Transliteration C: peditis Beta Code: pedhth/s

English (LSJ)

οῦ, Dor. -τάς, ὁ,

   A one who fetters : metaph., hinderer, AP 9.756 (Aemil.).

German (Pape)

[Seite 541] ὁ, der Fesselnde, Aemilian. 2 (IX, 756), λίθος.

Greek (Liddell-Scott)

πεδητής: -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α πεδῶ
1. αυτός που δεσμεύει κάποιον, δεσμευτής
2. μτφ. αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον.

Greek Monotonic

πεδητής: -οῦ, ὁ (πεδάω), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πεδητής: дор. πεδητάς, οῦ adj. m сковывающий, удерживающий (λίθος Anth.).