προσσυμβάλλομαι
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
Med.,
A contribute to besides or at the same time, abs., Hp.Fract.27; πρός τι Id.Art.30; cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 780] (s. βάλλω), mit dazu beitragen, v. l. zum Vor.
Greek (Liddell-Scott)
προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
Α
συμβάλλω, συντελώ και εγώ ή συνεισφέρω συγχρόνως με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
προσσυμβάλλομαι: Μέσ., συνεισφέρω επιπλέον ή συγχρόνως, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς, συνέβαλε, συνετέλεσε στην προθυμία τους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσσυμβάλλομαι: староатт. προσξυμβάλλομαι содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).