συσπείρω

From LSJ
Revision as of 07:37, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπείρω Medium diacritics: συσπείρω Low diacritics: συσπείρω Capitals: ΣΥΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: syspeírō Transliteration B: syspeirō Transliteration C: syspeiro Beta Code: suspei/rw

English (LSJ)

   A sow or scatter together with, Gp.11.5.2, 12.7.2:—Pass., Luc.Dom.8, Porph.VP44; ἐν ἑαυτῷ συνεσπαρμένον Dam.Pr.107.

German (Pape)

[Seite 1043] mit, zugleich, zusammen säen, besäen, Clem. Al. u. a. Sp.; χρυσὸς τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένος, mit darunter gestreu't, Luc. dom. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συσπείρω: σπείρω ὁμοῦ, μετὰ δὲ τοῦ σπόρου τῶν κυπαρίσσων σύσπειρον κριθὰς ἀραιὰς Γεωπ. 11. 5, 2., 12. 7, 2· -Παθ. μεταφορ., τὸν χρυσόν... τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον Λουκ. π. Οἴκ. 8.

French (Bailly abrégé)

1 ensemencer ou semer ensemble ou en même temps;
2 Pass. être semé ou répandu avec.
Étymologie: σύν, σπείρω.

Greek Monolingual

ΜΑ
σπείρω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
μσν.
παθ. συσπείρομαι- είμαι έμφυτος.

Greek Monotonic

συσπείρω: μέλ. -ερῶ, σπέρνω μαζί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συσπείρω: рассеивать: συνεσπαρμένος τινί Luc. рассеянный среди чего-л., примешанный к чему-л.