συσπείρω
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
A sow or scatter together with, Gp.11.5.2, 12.7.2:—Pass., Luc.Dom.8, Porph.VP44; ἐν ἑαυτῷ συνεσπαρμένον Dam.Pr.107.
German (Pape)
[Seite 1043] mit, zugleich, zusammen säen, besäen, Clem. Al. u. a. Sp.; χρυσὸς τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένος, mit darunter gestreu't, Luc. dom. 8.
Greek (Liddell-Scott)
συσπείρω: σπείρω ὁμοῦ, μετὰ δὲ τοῦ σπόρου τῶν κυπαρίσσων σύσπειρον κριθὰς ἀραιὰς Γεωπ. 11. 5, 2., 12. 7, 2· -Παθ. μεταφορ., τὸν χρυσόν... τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον Λουκ. π. Οἴκ. 8.
French (Bailly abrégé)
1 ensemencer ou semer ensemble ou en même temps;
2 Pass. être semé ou répandu avec.
Étymologie: σύν, σπείρω.
Greek Monolingual
ΜΑ
σπείρω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
μσν.
παθ. συσπείρομαι- είμαι έμφυτος.
Greek Monotonic
συσπείρω: μέλ. -ερῶ, σπέρνω μαζί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συσπείρω: рассеивать: συνεσπαρμένος τινί Luc. рассеянный среди чего-л., примешанный к чему-л.