ἄτοιχος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ον,
A unwalled, E.Ion1133, D.C.74.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans mur, sans clôture.
Étymologie: ἀ, τοῖχος.
Spanish (DGE)
-ον
no murado, sin muro περιβολή E.Io 1133, οἴκημα D.C.74.4.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτοιχος, -ον)
ο χωρίς τοίχους.
Greek Monotonic
ἄτοιχος: -ον, αυτός που δεν έχει τοίχους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτοιχος: не обнесенный стенами, т. е. открытый (περιβολαὶ σκηνωμάτων Eur.).