σύρραξις
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.
Greek (Liddell-Scott)
σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.
Greek Monotonic
σύρραξις: -εως, ἡ (συρράσσω), σύγκρουση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σύρραξις: εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).