παράγω

From LSJ
Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγω Medium diacritics: παράγω Low diacritics: παράγω Capitals: ΠΑΡΑΓΩ
Transliteration A: parágō Transliteration B: paragō Transliteration C: parago Beta Code: para/gw

English (LSJ)

fut.

   A παράξω Phld.Rh.1.19 S.: pf. παραγέωχα PTeb.5.198 (ii B. C.), παραγείοχα Stud.Pal.22.3 (ii A. D.):—lead by or past a place, c. acc. loci, Hdt.4.158, cf. 9.47; πάραγε πτέρυγας fly past, E.Ion166 (lyr.); π. θριάμβους App.Mith.117, cf. BC2.101; of a person, ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Plu.Caes.55.    2 in Tactics, march the men up from the side, bring them from column into line, π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους . . εἰς μέτωπον X.HG7.5.22, cf. Cyr.2.3.21, An.4.6.6; τὰς [τάξεις] εἰς τὰ πλάγια ib.3.4.14; ἔξωθεν τῶν κεράτων ib.3.4.21.    3 bring round or forward, ἀγκῶνα παρὰ τὸ στῆθος Hp.Art.2, cf. 74; twist round or out of place, Alex.Aphr.in Sens.16.19.    4 π. ὑπόχυμα couch a cataract, Gal.Thras.23.    5 divert, ὑδραγωγόν POxy.971 (i/ii A. D.).    II lead aside from the way, mislead, ἔννυχοι πάραγον κοῖται Pi.P.11.25; σοφία παράγοισα μύθοις Id.N.7.23; π. τινὰεἰς ἀρκύστατα A.Pers.99 codd. (lyr.); π. ψεύδεσι Pl.R.383a; φενακίζειν καὶ π. D.22.34, cf. PMagd.12.7 (iii B. C.), PCair.Zen.289.20 (iii B. C.):—Pass., φόβῳ παρηγόμην S.OT974; λόγοις παράγεσθαι Th.1.91; ἀπάτῃ π. ὑπό τινων ib.34; νέοις παραχθείς E.Supp.232.    2 divert from one's course, influence, Μοίρας Hdt.1.91: c. acc. pers. et gen. rei, divert from, [τινὰ] τοῦ τῆς ῥητορικῆς τέλους Phld.l.c.; induce, lead to or into a thing, ἔς τι E.IT478: mostly in bad sense, π. ἐς ἀμπλακίην, ἐς ἀναιδείην, Thgn.404, Archil.78:—Pass., to be influenced, persuaded, οἷοι θυσίαις τε καὶ εὐχωλαῖς παράγεσθαι Pl.R.365e, cf. Lg. 885b, Th.2.64; λόγῳ παραχθέντες X.Mem.4.8.5: c. inf., παρηγμένος μισθοῖς εἰργάσθαι τι S.Ant.294.    3 of things, lead aside: hence, wrest, π. τοὺς νόμους ἐπί τι pervert the laws to this end, Pl.R.550d, cf. Is.11.36; οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Lycurg.92; π. τὴν ἀλήθειαν Philostr.Ep.35:—Pass., τὰ γράμματα παρῆκται, from age, Paus.6.19.5.    4 avert, πειθοῖ καὶ λόγῳ τὴν ἀνάγκην Plu.Phoc.2.    5 change slightly, of letters in the derivation of words, Pl.Cra.398c, 398d, 400c, Plu.2.354c: freq. in Gramm. in Pass., to be derived, ἀπό . . Demetr.Lac.Herc.1014.58, D.T.641.4, A.D.Pron.34.25; ἐκ . . Id.Synt.111.2; παρά c. acc., Id.Adv.146.10: c. gen., τὸ μελιτηρὸν τοῦ τηρεῖν [παραχθέν] Id.Pron.30.17: generally, to be formed, διὰ τοῦ θεν Id.Adv.184.12; τὴν κτητικὴν διὰ τῆς οι π. Id.Pron.109.6; to be inflected, ἀντωνυμίαι ὡς ὀνόματα εἰς τὰ γένη καὶ τὰς πτώσεις π. ib.111.2, cf. Synt.110.8; ὁ ἀνδριὰς οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος is called by a modification, Arist.Metaph.1033a17.    III bring and set beside others, bring forward, introduce, ἐς μέσον Hdt.3.129; εἰς τὸ μέσον Pl. Lg.713b; εἰς ὑμᾶς Antipho 4.1.5; π. εἰς τὸν δῆμον bring before the people, Lys.13.32, cf. Th.5.45; εἰς τὸ δικαστήριον before the court, D.26.17; παραχθῆναι τὴν γραφήν Antipho 2.3.6; also, bring forward as a witness, etc., τὸν ἥκοντα παρήγαγον D.18.170:—Med., μάρτυρα παραγόμενος Pl.Lg.836c.    b introduce on the stage, bring in, Ath. 3.117d, 6.230b, al., D.L.2.28, prob. in Anon. de Com.(CGF p.7); οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Arist.EE1230b19: hence, represent, portray, τοξότας αὐτοὺς παρήγαγον Corn.ND32, cf. 14 (Pass.).    c produce, deliver, ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν PTeb.5.198 (ii B. C.), cf. 92.8 (ii B. C., Pass.).    2 bring in, with a notion of secrecy, ἄνδρας π. ἔσω Hdt.5.20:—Pass., come in stealthily, slip in, π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας S.El.1391 (lyr.); of things, τὸ ὕδωρ ὀρύγμασι καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Plu.Cam.4.    IV carry on, protract, τὴν πρᾶξιν D.S.18.65; π. τὸν χρόνον pass it, Plu.Agis13, etc.; v. infr. B. III.    V direct, guide, κῆτος παραγόμενον εὐπειθῶς Id.2.981a.    VI produce, create, Plot.6.8.20, etc.; τὸ παράγον, opp. τὸ παραγόμενον, Procl.Inst.7, cf. Dam.Pr.32, etc.:—Pass., ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα παράγεται Iamb.Myst.3.22, cf. Gp.9.1.1.    VII draw along, ἄνωθεν κάτω τὰς χεῖρας (in massage), Herod.Med. ap. Orib.6.20.8.    B intr., pass by, pass on one's way, X.Cyr.5.4.44, Euphro 10.15, Plb.5.18.4, etc.; τοῖς παράγουσιν χαίρειν IPE2.378 (Phanagoria): also c. acc., pass by, μνήματα Lyr.Alex.Adesp.37.25; κώμην PTeb.17.4 (ii B. C.).    2 pass away, LXX Ps.143(144).4, 1 Ep.Cor.7.31:—in Pass., 1 Ep.Jo.2.8,17.    II pass along the coast, Plb.4.44.3; simply, go, εἴσω πάραγε Men.Epit.188, cf. 194, Sam.80, Pk.275.    III delay (v. supr. A. IV), παρῆγον ἐφ' ἱκανὸν χρόνον D.S.11.3; ἐξέκρουε καὶ π. Plu.Rom.23.

German (Pape)

[Seite 475] (s. ἄγω), daneben, zur Seite führen, vorbeilenken; χῶρον, um eine Gegend herumführen, Her. 4, 158, l. d.; anders lenken, verändern, μοίρας, 1, 91; νόμους ἐπί τι, Plat. Rep. VII, 550 d; – vorbeimarschiren lassen, εἰς τὰ πλάγια παραγαγών, rechts und links aufmarschiren lassen, Xen. An. 3, 4, 14. 21. 4, 3, 26 Cyr. 2, 3, 31; bes. falsch leiten, verlocken, verführen, βροτὸν εἰς ἀρκύστατα, Aesch. Pers. 98; τούτους ἐξεπίσταμαι καλῶς παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε, Soph. Ant. 294; τῷ φόβῳ παρηγόμην, O. R. 974, Schol. ἠπατώμην; vgl. Pind. P. 11, 25; σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις, N. 7, 23; νόον εἰς ἀναιδίην, Archil. 1; von Rednern sagt Plat. Phaedr. 252 d ὡς ἂν ὁ εἰδὼς τὸ ἀληθὲς προσπαίζων ἐν λόγοις παράγοι τοὺς ἀκούοντας; vgl. Dem. Lpt. 132 u. Wolf dazu; ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ λόγου παραγαγεῖν, Lycurg. 32; Thuc. 2, 38; μήτε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε, laßt euch nicht verleiten, 2, 64; ψεύδεσι, Plat. Rep. II, 383 b; Dem. 20, 98 u. öfter, u. Sp.; τοὺς νόμους παράγων, verdrehend, Isae. 11, 26; – wegführen, Soph. El. 844; in παράγειν ἔσω, Her. 5, 20, liegt das Heimliche. – Einführen, παράγεται εἴσω στέγας, Soph. El. 1383; εἰς τὸ μέσον, Plat. Legg. IV, 713 b; vgl. Her. 3, 129; Thuc. 5, 45; εἰς τὸν δῆμον, Lys. 13, 32; Dem. 18, 170; τὸν Χαίρωνα παρήγαγεν εἰς κρίσιν, Pol. 25, 8, 7; πρός τινα, 8, 20, 9; τοὺς ἀνθρώπους εἰς βίον παράγειν, Luc. Caucas. 11; Sp. Bes. auch von den Komikern, in einem Stück auftreten lassen, einführen, Ath. III, 117 d VI, 230 b u. öfter; τὸ ὕδωρ ὀρύγμασιν εἰς τὸ πεδίον, hinleiten, ableiten, Plut. Camill. 4; bei den Gramm. auch ableiten, ein Wort von einem andern; mit der Nebenbdtg des Falschen, Ἀμοῦν, ὃ ἡμεῖς παράγοντες Ἄμμωνα λέγομεν, Plut. de Is. et Os. 9; vgl. Plat. Crat. 398 d 400 c; – θρίαμβον, einen Triumphzug halten, App. B. C. 2, 101; – τὸν χρόνον, die Zeit hinbringen, hinziehen, Plut. Fab. Max. 5 u. öfter; τὴν πρᾶξιν, D. Sic. 18, 65, verschieben, wie Plut. Rom. 23; ähnlich παραγαγὼν ἄχρι τοῦ τόκου τὴν ἄνθρωπον, Lyc. 3. – Intrans., bes. vorbeimarschiren, Pol. 5, 18, 4 u. öfter; vgl. die oben aus Xen. angeführte Stelle; vorübergehen, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράγω: μέλλ. -ξω, ὁδηγῶ πλησίον ἢ ἔξωθεν τόπου τινός, μετ’ αἰτ. τόπου, Ἡρόδ. 4. 158., 9. 47· πάραγε πτέρυγας, πέτου πλησίον καὶ παρέρχου, Εὐρ. Ἴων 166· - παρὰ μεταγεν. ἱστορικοῖς, π. θρίαμβον, Λατιν. triumphum ducere, Ἀππ. Μιθρ. 117, Ἐμφυλ. 2. 101· ἐπὶ προσώπου, ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 55. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, φέρω τοὺς ἄνδρας ἀπὸ τῆς πλευρᾶς εἰς τὸ μέτωπον, παρατάττω αὐτοὺς ἀπὸ στήλης εἰς γραμμήν, π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους ... εἰς μέτωπον Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 22, πρβλ. Κύρ. 2. 3, 21, Ἀν. 4. 6, 6· τὰς τάξεις εἰς τὰ πλάγια αὐτόθι 3. 4, 14· ἔξωθεν τῶν κεράτων αὐτόθι 21· πρβλ. παραγωγὴ Ι. 2. 3) φέρω πέριξ ἢ ἐμπρός, ἀγκῶνα ἐπὶ ἢ παρὰ τὸ στῆθος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780. ΙΙ. ὁδηγῶ κατὰ πλαγίως τῆς ὁδοῦ, παροδηγῶ, παραπλανῶ, ἀπατῶ, Λατ. seducere, Πινδ. Π. 11. 40· π. τινα μύθοις, λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 34, Θουκ. 1. 91· π. τινὰ εἰς ἄρκυας Ἄτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 99· π. ἀπάτῃ Θουκ. 1. 34· ψεύδεσι Πλάτ. Πολ. 383Α· π. καὶ φενακίζειν Δημ. 604. 4. - Παθ., φόβῳ παρηγόμην Σοφ. Ο. Τ. 974· νέοις παραχθεὶς Εὐρ. Ἱκέτ. 232· ἀπάτῃ π. ὑπό τινος Θουκ. 1. 34· πρβλ. παραγωγὴ ΙΙ. 1. 2) καθόλου, παροτρύνω, προτρέπω εἴς τι πρᾶγμα, ἔς τι Εὐριπ. Ι. Τ. 478· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακοῦ τινος, Θέογν. 404, Ἀρχίλ. 64· - Παθ., παρακινοῦμαι, φέρομαι εἴς τι, πείθομαι, οἷοι θυσίαις τε καὶ εὐχωλαῖς παράγεσθαι Πλάτ. Πολ. 365Ε, πρβλ. Νόμ. 885Β, C· μετ’ ἀπαρ., παρηγμένοις μισθοῖς εἰργάσθαι τι Σοφ. Ἀντ. 294, πρβλ. Θουκ. 2. 64, Bornem. εἰς Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 5. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὁδηγῶ κατὰ μέρος, δίδω ἄλλην διεύθυνσιν, μεταβάλλω τὴν διεύθυνσίν τινος, τὰς μοίρας Ἡρόδ. 1. 91· π. τοὺς νόμους ἐπί τι, διαστρέφω τοὺς νόμους πρός τινα σκοπόν, Πλάτ. Πολ. 550D, πρβλ. Ἰσοκρ. 87. 33· οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Λυκοῦργ. 159. 20· π. τὴν ἀλήθειαν Φιλοστρ. Ἐπιστ. 20· - Παθ., τὰ γράμματα παρῆκται, ἐκ τῆς πολυκαιρίας, Παυσ. 6. 19, 5. 4) μεταβάλλω ἐπ’ ὀλίγον, ἐπὶ μεταβολῆς γράμματος ἐν τῇ ἐτυμολογίᾳ λέξεώς τινος, Πλάτ. Κρατ. 398C, D, 400C, Πλούτ. 2. 354C· π. τι ἀπό ἢ ἔκ τινος, παρά τι, ἐτυμολογῶ, παράγω, Ἀπολλ. Δύσκ. ΙΙΙ. φέρω καὶ τοποθετῶ πλησίον ἄλλων, παρουσιάζω, εἰσάγω (πρβλ. παρὰ Β. ΙΙ. 3) ἐς μέσον Ἡρόδ. 3. 129· εἰς τὸ μέσον Πλάτ. Νόμ. 713Β· εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 125. 35· π. εἰς τὸν δῆμον, φέρω ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, Λυσ. 132. 38, πρβλ. Θουκ. 5. 45· εἰς τὸ δικαστήριον, ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, Δημ. 805. 14· ἐντεῦθεν, π. γραφὴν Ἀντιφῶν 118. 27· ὡσαύτως, παρουσιάζω ὡς μάρτυρα, κτλ., τὸν ἥκοντα παρήγαγον Δημ. 285. 5· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 836C. β) φέρω ἐπὶ τῆς σκηνῆς, εἰσάγω, παρουσιάζω, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. 536 οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 2, 5. 2) εἰσάγω, μετά τινος ἐννοίας μυστικότητος, ἄνδρας π. ἔσω Ἡρόδ. 5. 20. - Παθ., εἰσέρχομαι λάθρα, παρεισάγομαι, π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας Σοφ. Ἠλ. 1391· ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ὕδωρ ὀρύγμασιν καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Πλουτ. Κάμιλλ. 4. IV. ἐξακολουθῶ, παρατείνω, τὴν πρᾶξιν Διόδ. 18. 65 π. τὸν χρόνον, διέρχομαι, «περνῶ», Πλουτ. Ἆγις 13, κτλ.· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ· - ὡσαύτως πεθοῖ καὶ λόγῳ π. ἀνάγκην, ἀποτρέπω, Πλουτ. Φωκ. 2. V. διευθύνω, ὁδηγῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 2. 981Α. VI. ἐξάγω, συνάγω, συμπεραίνω, ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey, πρβλ. Γεωπ. 9. 1, 1. - Παθ., ὁ ἀνδριὰς .. παράγεται οὐ ξύλον, ἀλλὰ ξύλινος, καλεῖται διὰ παραγώγου ὀνόματος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12, Β. ἀμετάβ., παρέρχομαι, διαβαίνω, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 44, Πολύβ. 5. 18, 4, κτλ.· τοῖς παράγουσι χαίρειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2129. 2) παρέρχομαι, ἐκλείπω, Α’ Ἐπιστ. π. Κορ. ζ΄, 31· οὕτως ἐν τῷ παθ., Α΄ Ἐπιστ. Ἰω. β΄, 8 καὶ 17. ΙΙ. φθάνω εἴς τινα τόπον διὰ θαλάσσης, εἰς τὴν Ρώμην Πολύβ. 23. 14, 1, πρβλ. 4. 44, 3. ΙΙΙ. βραδύνω, ἀργοπορῶ (ἴδε ἀνωτ. IV), παρῆγον ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον Διόδ. 11. 3· ἐξέκρουε καὶ π. Πλουτ. Ρωμύλ. 23.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρήγαγον, etc.
I. conduire de côté :
1 terme de tactique τάξεις εἰς τὰ πλάγια XÉN faire marcher en bataille à droite et à gauche;
2 détourner, diriger dans un autre sens : π. τὸ ὕδωρ εἰς τὸ πεδίον PLUT détourner l’eau et la diriger dans la plaine;
3 conduire à côté, en mauv. part conduire hord de la droite voie, égarer ; débaucher (des troupes, des serviteurs,…) ; en gén. tromper, duper ; δάκρυα π. EUR dérober ses larmes (au regard d’autrui);
II. mener tout au long, d’où
1 amener lentement ou doucement (par la persuasion);
2 traîner en longueur ; avec un rég. de pers. faire patienter, amuser par des détails;
III. mener vers ou dans, amener : εἴσω στέγας SOPH dans sa maison ; εἰς τὸν δῆμον LYS amener parmi le peuple ; fig. amener (dans un piège, etc.) ; πρὸς τὸ βέλτιον PLUT amener à la résolution la meilleure.
Étymologie: παρά, ἄγω.

English (Slater)

παρᾰγω
   1 seduce ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25) σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις (N. 7.23)

English (Strong)

from παρά and ἄγω; to lead near, i.e. (reflexively or intransitively) to go along or away: depart, pass (away, by, forth).

English (Thayer)

imperfect παρῆγον ( ); present passive 3rd person singular παράγεται; from (Archilochus (700 B.C.>), Theognis), Pindar and Herodotus down; the Sept. several times for עָבַר in Kal and Hiphil;
1. transitive, (cf. παρά, IV.));
a. to lead past, lead by.
b. to lead aside, mislead; to lead away.
c. to lead to; to lead forth, bring forward.
2. intransitive (see ἄγω, 4);
a. to pass by, go past: L marginal reading); followed by παρά with an accusative of place, L T Tr WH (by κατά with the accusative of place, θεωροῦντες παραγουσαν τήν δύναμιν, Polybius 5,18, 4).
b. to depart, go away: ἐκεῖθεν, pass by in all these passages.) Metaphorically, to pass away, disappear: 1 John 2:8,17.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω
2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω»)
νεοελλ.
1. (για τη γη) καρποφορώ, βγάζω ως προϊόν («η Κρήτη παράγει πολλά πορτοκάλια»)
2. (σχετικά με προϊόντα του πνεύματος) συγγράφω, συνθέτω
3. (για άψυχα) εκβαλλω («τα τύμπανα παράγουν πολύ δυνατό ήχο»)
μσν.-αρχ.
φέρνω κάποιον στη μέση ή ενώπιον κάποιου, παρουσιάζω
αρχ.
1. οδηγώ κοντά ή έξω από έναν τόπο
2. στρ. φέρω, οδηγώ τους άντρες από πίσω προς τα πλάγια, από φάλαγγα σε παράταξη
3. φέρνω κάτι γύρω από κάποιον ή μπροστά του
4. στρέφω κάτι γύρω ή έξω από τη θέση του
5. σέρνω κάτι κατά μήκος κάποιου
6. κατευθύνω
7. παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον («μήτε ἡμᾱς ψεύδεσι παράγειν ἐν λόγῳ ἤ ἐν ἔργῳ», Πλάτ.)
8. (με αρνητική σημ.) παρασύρω κάποιον σε κάτι («παράγειν ἐς ἀναιδίην», Αρχίλ.)
9. μεταβάλλω την αρχική διεύθυνση
10. (ιδίως σχετικά με νόμο) διαστρέφω, διαστρεβλώνω
11. αποτρέπω κάτι («οὐ οἷός τε ἐγένετο παραγαγεῑν μοίρας», Ηρόδ.)
12. (ιδίως στη διαδικασία παραγωγής λέξεων) κάνω μια μικρή αλλαγή, παραλλάσσω κάτι
13. παρουσιάζω κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο
14. (σε τραγωδία ή κωμωδία) παριστάνω έναν χαρακτήρα στη σκηνή
15. μεριμνώ ώστε να γίνει κάτι («οἱ μὴ παραγεωγότες ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν», πάπ.)
16. εισάγω κάποιον ή κάτι κρυφά («ἄνδρας λειογενείους τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι σκευάσας... παρῆγε ἔσω», Ηρόδ.)
17. επιβραδύνω («προφάσεις τινὰς ποιούμενος παρῆγε τὴν πράξιν», Διόδ.)
18. εκτρέπω κάτι
19. διέρχομαι, περνώ
20. προσεγγίζω σε κάποιον τόπο περνώντας με πλοίο
21. πηγαίνω
22. αργοπορώ
23. παρέρχομαι, εκλείπω
24. παθ. γραμμ. α) σχηματίζω τύπους, κλίνομαι
β) καλούμαι με όνομα που προκύπτει από παραγωγή («ὁ ἀνδρίας οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος», Αριστοτ.)
25. φρ. α) «παράγειν θριάμβους» — θριαμβεύω
β) «παράγω εἰς τὸν δῆμον
οδηγώ ενώπιον του λαού
γ) «παράγω εἰς [ή παρὰ] τὸ δικαστήριον» — οδηγώ ενώπιον τών δικαστών, εισάγω σε δίκη
δ) «παράγομαι ἐπί»
(σε περίπτωση μηνύσεως) εισάγομαι, οδηγούμαι στο δικαστήριο
ε) «παράγω τὸν χρόνον» — αφήνω να περνά ο χρόνος.

Greek Monotonic

παράγω: μέλ. -άξω, αόρ. βʹ παρήγαγον·
Α. I. 1. οδηγώ κοντά ή μέσα σ' έναν τόπο, με αιτ. τόπου, σε Ηρόδ.
2. ως στρατιωτικός όρος, παρατάσσω τους άντρες, τους φέρνω από τη διάταξη της «στήλης» σε ευθεία γραμμή, σε Ξεν.
II. 1. οδηγώ πλαγίως, ξεστρατίζω, βγάζω από το δρόμο, παρασύρω, παραπλανώ, Λατ. seducere, σε Πίνδ., Αττ. — Παθ., φόβῳ παρηγόμην, σε Σοφ.· ἀπάτῃ, σε Θουκ.
2. γενικά, οδηγώ προς ή μέσα σε κάποιο πράγμα, ἔς τι, σε Ευρ.· συνήθως λέγεται για κάτι κακό, σε Θέογν. κ.λπ. — Παθ., εξωθούμαι, είμαι πεπεισμένος, με απαρ., παρηγμένος εἰργάσθαι, τι, σε Σοφ.
3. λέγεται για πράγματα, οδηγώ δίπλα, μεταβάλλω την πορεία ενός πράγματος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
III. 1. φέρνω και τοποθετώ κάτι κοντά στους άλλους, παρουσιάζω ενώπιον, εισάγω, ἐς μέσον, σε Ηρόδ.· παράγω εἰς τὸ δικαστήριον, εισάγω υπόθεση στο δικαστήριο, σε Δημ.· επίσης, παρουσιάζω ενώπιον του δικαστηρίου ως μάρτυρα, στον ίδ.
2. εισάγω λαθραία, με τη σημασία της μυστικότητας, σε Ηρόδ. — Παθ., εισέρχομαι κρυφά, μπαίνω, σε Σοφ. Β. Αμτβ.,
1. παρέρχομαι, περνώ απ' το δρόμο κάποιου, σε Ξεν.
2. εκλείπω, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως σε Παθ., στον ίδ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παράγω: (ᾰγ)
1) передвигать, переводить, отводить (τὰς τάξεις εἰς τὰ πλάγια Xen.; τὸ ὕδωρ εἰς τὸ πεδίον Plut.): π. πτέρυγας Eur. изменять направление полета; π. τὰς μοίρας Her. изменять ход судьбы;
2) приводить, вводить (π. εἰς τὸ δῆμόν, sc. τινα Lys.): π. ἐς μέσον τινά Her. приводить, т. е. представлять кого-л. (кому-л.); π. τι εἰς τὸ μέσον τοῖς λόγοις Plat. ставить на обсуждение что-л.; παράγεσθαι εἴσω στέγας Soph. проникать в дом;
3) склонять, сманивать, завлекать, совращать (τινὰ μύθοις Pind.; τινὰ εἰς ἀρκύστατα Aesch.; τινὰ ἀπάτῃ Thuc.): τῷ φόβῳ παρηγόμην Soph. мной руководило чувство страха; νέοις παραχθείς Eur. поддавшись уговорам молодежи; παρηγμένος μισθοῖς εἰργάσθαι τάδε Soph. побужденный к этому подкупом;
4) изменять, извращать, перетолковывать (τοὺς νόμους ἐπί τι, οὐδὲν γράμμα Plat.): σμικρὸν παρῆκται τὸ ὄνομα Plat. (это) слово мало изменилось; ὃ παράγοντες ἡμεῖς Ἄμμωνα λέγομεν Plut. (имя Амун), которое мы переделали в Аммон; πειθοῖ καὶ λόγῳ π. τὴν ἀνάγκην Plut. убеждением и словом смягчать (суровую) необходимость;
5) (тж. π. τὸν χρόνον Plut.) затягивать, откладывать, тянуть (τὴν πρᾶξιν Diod.; ἐκκρούειν καὶ π. Plut.);
6) проходить мимо (οὐ τὸ αὐτό ἐστι προσάγειν τε και π. Xen.; ἡ ἐκ τῆς πόλεως παράγουσα δύναμις Polyb.);
7) тж. med. проходить, кончаться (ἡ σκοτία παράγεται, παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου NT);
8) производить, выводить: ὁ ἀνδριὰς (οὐ ξύλον, ἀλλὰ) παράγεται ξύλινος Arst. статуя (из дерева) называется не деревом, а производным словом «деревянная»;
9) (о кораблях) заходить, приставать, причаливать (ἐπὶ τὴν Χρυσόπολιν, εἰς τὴν Ῥώμην Polyb.).