σκαφεύς

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφεύς Medium diacritics: σκαφεύς Low diacritics: σκαφεύς Capitals: ΣΚΑΦΕΥΣ
Transliteration A: skapheús Transliteration B: skapheus Transliteration C: skafeys Beta Code: skafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (σκάπτω)

   A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.).    II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. σκαφέας.

Greek Monotonic

σκᾰφεύς: -έως, ὁ (σκάπτω), αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰφεύς: έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.