σκεπόωσι
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
Greek (Liddell-Scott)
σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].
Greek Monotonic
σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.
Russian (Dvoretsky)
σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.