κίσσινος

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσῐνος Medium diacritics: κίσσινος Low diacritics: κίσσινος Capitals: ΚΙΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: kíssinos Transliteration B: kissinos Transliteration C: kissinos Beta Code: ki/ssinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of ivy, E.Ba.177,702; κ. ποτήρ Id.Alc.756; χρυσὸς κ. ivy-wreath of gold, Callix.2: κίσσινον, τό, name of a plaster, Orib.Fr.88.

German (Pape)

[Seite 1442] von Epheu gemacht; σκύφος Eur. bei Ath. XI, 477 a; στέφανος Eur. Bacch. 701; Ath. V, 200 e u. öfter; auch ποτήρ, Eur. Alc. 759.

Greek (Liddell-Scott)

κίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ κισσοῦ, Εὐρ Βάκχ. 177, 702· κ. ποτὴρ Εὐρ. Ἄλκ. 756, πρβλ. κισσύβιον.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lierre.
Étymologie: κισσός.

English (Slater)

κίσςῐνος
   1 of ivy ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων[ Δ. 3. 7.

Greek Monolingual

κίσσινος, -ίνη, -ον (Α) κισσός
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από κισσό ή ξύλο κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίσσινον
ονομασία εμπλάστρου.

Greek Monotonic

κίσσῐνος: -η, -ον (κισσός), φτιαγμένος από κισσό, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίσσινος -η -ον [κισσός] van klimop, klimop-.