πάνσεμνος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνσεμνος Medium diacritics: πάνσεμνος Low diacritics: πάνσεμνος Capitals: ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ
Transliteration A: pánsemnos Transliteration B: pansemnos Transliteration C: pansemnos Beta Code: pa/nsemnos

English (LSJ)

ον,

   A all-majestic, μαθήματα Luc.Vit.Auct.26, cf.Anach.9.

German (Pape)

[Seite 462] ganz, sehr ehrwürdig, Luc. Vit. auct. 26 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάνσεμνος: -ον, ὁ πάνυ σεμνός, μεγαλοπρεπής, Λουκιαν. Βίων Πρᾶσις 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.)
μσν.
πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»].

Greek Monotonic

πάνσεμνος: -ον, εξαιρετικά μεγαλοπρεπής, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig.