φυλάρχης
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = φύλαρχος, IG12 (2).505.4 (Methymna), LXX 2 Ma.8.32, Ph.1.497, al.
German (Pape)
[Seite 1314] ὁ, Anführer, Vorsteher einer φυλή, bes. im Kriege bei der Reiterei.
Greek (Liddell-Scott)
φῡλάρχης: -ου, ὁ = φύλαρχος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 32), διάφ. γραφὴ παρὰ Ξεν., Φίλωνι κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αρχηγός φυλής, φύλαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φύλαρχος, κατά τα αρσ. σε -ης].
Russian (Dvoretsky)
φῡλάρχης: ου ὁ v. l. = φύλαρχος.