κατακοντίζω

From LSJ
Revision as of 12:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκοντίζω Medium diacritics: κατακοντίζω Low diacritics: κατακοντίζω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: katakontízō Transliteration B: katakontizō Transliteration C: katakontizo Beta Code: katakonti/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ, used also by Hdt.9.17:—

   A shoot down, Id. l.c., Th.8.108, D.18.151, LXXJu.1.15: pf. inf. Pass. κατηκοντίσθαι Phld.Piet.34; θηρία -όμενα Luc.Tox.59.

German (Pape)

[Seite 1355] mit dem Wurfspieß niederwerfen, tödten; Her. 9, 17; Dem. u. Folgde, D. Sic. 16, 31.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 9. 17· καταβάλλω ἀκοντίζων, ὁ αὐτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 277. 21, κτλ.· τὸ παθ. κατακοντίζομαι, Γρηγ.

French (Bailly abrégé)

f. κατακοντιῶ, ao. κατεκόντισα;
abattre ou tuer à coups de javelots.
Étymologie: κατά, ἀκοντίζω.

Greek Monolingual

κατακοντίζω (AM)
πλήττω κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με ακόντιο («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ)
αρχ.
φονεύω με ακόντιο («ὡς κατακοντιέει σφέας», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κατᾰκοντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, καταβάλλω, καταρρίπτω με ακόντιο, σε Ηρόδ., Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ακοντίζω, neerschieten, doden (met een speer).

Russian (Dvoretsky)

κατᾰκοντίζω: поражать (насмерть) копьями (τινά Her., Thuc., Dem. etc.).