πέος

From LSJ
Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέος Medium diacritics: πέος Low diacritics: πέος Capitals: ΠΕΟΣ
Transliteration A: péos Transliteration B: peos Transliteration C: peos Beta Code: pe/os

English (LSJ)

εος, τό,

   A membrum uirile, Ar.Ach.158, etc. (Cf. Skt. pásas 'membrum virile'.)

German (Pape)

[Seite 559] εος, τό, auch σπέος, das männliche Glied; Ar. Ach. 1024 u. öfter; Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πέος: -εος, τό, ἀνδρικὸν αἰδοῖον, τὸ πέος ἀποτεθρίακε Ἀριστοφ. Ἀχ. 158, Σφ. 739, Ἱππ. 1010, κ. ἀλλαχοῦ. (Πρβλ. πόσθη, Σανσκρ. pa-sas, Λατ. pe-nis).

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
pénis t. médical.
Étymologie: DELG skr. pasas, lat. penis de *pes-ni-s.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
το ανδρικό όργανο της συνουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέος ανάγεται σε ΙΕ τ. pesos (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pasas και το λατ. penis (< pes-n-is), το οποίο εμφανίζει έρρινη παρέκταση (πρβλ. κέρας: κρα-ν-ίον). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ποσ- με εκφραστικό επίθημα -θη ανάγεται ο τ. πόσ-θη «δέρμα που καλύπτει το πέος» (πρβλ. σά-θη, κύσ-θος)].

Greek Monotonic

πέος: -εος, τό, η μεμβράνη του ανδρικού γεννητικού οργάνου, το πέος, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πέος: πέεος τό membrum virile Arph., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέος -ους, τό pik (vulgair).