ἡλιώδης
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ες,
A = ἡλιοειδής, εἴδωλον Chaerem.14.14; μῆλα Philostr. Im.1.6; κόμη Anon. ap. Eust.432.26.
German (Pape)
[Seite 1163] ες, = ἡλιοειδής, κόμη, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιώδης: -ες, = ἡλιοειδής, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C.
Greek Monolingual
ἡλιώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.).
επίρρ...
ἡλιωδῶς (Μ)
κατά την ομοιότητα του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ακανθ-ώδης, κυματ-ώδης)].
Russian (Dvoretsky)
ἡλιώδης: Arst. = ἡλιοειδής.