ἀντιδέομαι

From LSJ
Revision as of 16:37, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδέομαι Medium diacritics: ἀντιδέομαι Low diacritics: αντιδέομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antidéomai Transliteration B: antideomai Transliteration C: antideomai Beta Code: a)ntide/omai

English (LSJ)

   A entreat in return, Pl.La.186d.

German (Pape)

[Seite 251] (s. δέομαι), dagegen bitten, τινός τι, Plat. Lach. 186 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέομαι: μέλλ. -δεήσομαι, ἀποθ., δέομαι καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, ἀνθικετεύω, Πλάτ. Λάχ. 186D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
demander à son tour, τινός τι qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, δέομαι.

Spanish (DGE)

pedir a su vez τοῦτο οὖν σου ἐγὼ ἀντιδέομαι Pl.La.186d.

Greek Monolingual

ἀντιδέομαι (Α)
ικετεύω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιδέομαι: μέλ. -δεήσομαι, αποθ., ικετεύω με τη σειρά μου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδέομαι: просить со своей стороны (τί τινος Plat.).