δελφινίς
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
ίδος, ἡ, τράπεζα, prob.
A with dolphins for a base, Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 544] ίδος, ἡ, τράπεζα, ein delphischer Tisch von Stein mit drei Füßen, Luc. Lex. 7; nach dem Schol. mit Füßen in Delphinengestalt. S. δέλφιξ.
Greek (Liddell-Scott)
δελφῑνίς: ἡ, τράπεζα δ., πιθαν. ἡ ἔχουσα δελφῖνας ὡς βάσιν, Λουκ. Λεξιφ. 7.
French (Bailly abrégé)
τράπεζα (ἡ) : table à pieds en forme de queue de dauphin.
Étymologie: δελφίς.
Greek Monolingual
δελφινίς, η (Α) δελφίς
φρ. «τράπεζα δελφινίς» — τραπέζι με ανάγλυφα δελφίνια στα πόδια του.
Russian (Dvoretsky)
δελφῑνίς: ίδος adj. f имеющая вид дельфина или украшенная изображением дельфина (τράπεζα Luc.).