δίυγρος

From LSJ
Revision as of 18:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίυγρος Medium diacritics: δίυγρος Low diacritics: δίυγρος Capitals: ΔΙΥΓΡΟΣ
Transliteration A: díygros Transliteration B: diugros Transliteration C: diygros Beta Code: di/ugros

English (LSJ)

ον,

   A washed out, pale, δ. τὴν εἰδέην Hp.Int.43 (A.Th.990 is corrupt).    2 of a melting glance, νεῦμα δ. AP12.68.7 (Mel.).    II liquid, moist, Arist.Pr.887b25; ἀναθυμίασις Porph. Sent.29; στοιχεῖον δ., of the sea, Id. ap. Eus.PE3.11; τὸ δ. τῆς ὕλης Jul.Or.5.165d; πνεῦμα Iamb.Myst.4.13; watery, αἷμα Steph. in Hp. 1.132 D.

German (Pape)

[Seite 644] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Uebertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.

Greek (Liddell-Scott)

δίυγρος: -ον, ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ χωρίον Αἰσχύλ. Θήβ. 985 εἶναι ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ βλέμμα τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. ὑγρός ΙΙ. 5. ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui imprègne d’humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l’âme.
Étymologie: διά, ὑγρός.

Spanish (DGE)

-ον
completamente húmedo, muy húmedo, empapado χροιή Hp.Int.11, cf. 43, ἡ δὲ πιμελὴ θερμόν, ἂν μὴ δ. Arist.Pr.887b25, στόμα Aret.SA 1.5, ἔδαφος Thphr.CP 2.4.1, γῆ Thphr.CP 3.2.6, τέλμα Hld.9.8.6, στοιχεῖον del mar, Porph.Fr.359.104, ἀναθυμίασις δ. exhalación húmeda Porph.Sent.29, τὸ δίυγρον τῆς ὕλης el principio húmedo de la materia Iul.Or.8.165c, πνεῦμα δ. aliento húmedo Iambl.Myst.4.13, cf. Vett.Val.386.24
fluido, muy líquido αἷμα Steph.in Hp.Progn.146.13, cf. Sch.A.R.3.1398
fig. de la mirada γλυκὺ δ' ὄμμασι νεῦμα δίυγρον dulce señal húmeda en sus ojos, AP 12.68 (Mel.).

Greek Monolingual

δίυγρος, -ον (Α)
1. εντελώς υγρός, διάβροχος
2. κορεσμένος, πλήρης
3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια
4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης
5. ασθενικός, μαλθακός.

Russian (Dvoretsky)

δίυγρος: 1) промокший, влажный (ἀήρ Arst.);
2) томный, нежный (ὄμμασι νεῦμα δίυγρον δοῦναι Anth.);
3) перен. пропитанный, отягощенный (τριπάλτων πημάτων Aesch.).