ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
ἐγήρα: ἴδε γηράσκω.
v. γηράσκω.
ἐγήρα: γʹ ενικ. αορ. βʹ του γηράσκω.
ἐγήρα: эп. 3 л. sing. aor. 2 к γηράσκω.