θήγω
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
Dor. θάγω [ᾱ] Ar.Lys.1256: fut.
A θήξω E.Cyc.242: aor. ἔθηξα Pi.O.10(11).20, E.Or.[51]:—Med., aor. ἐθηξάμην (v. infr.):—Pass., pf. τέθηγμαι (v. infr.):—poet. Verb (used by X. and later, v. infr.), sharpen, whet, Hom. (only in Il.), θήγων λευκὸν ὀδόντα 11.416, cf. 13.475, Hes.Sc.388; ὀδόντα Ar.Ra.815 (hex.); γένυν E.Ph.1380; θ. φάσγανον, ξίφος, μαχαίρας, A.Ag.1262, E.Or.1036, Cyc.242; ξίφη Onos.28; ὀϊστούς Jul.Or.7.229a:—Med., δόρυ θηξάσθω let him whet his spear, Il.2.382, cf. Phanocl.1.8. 2 metaph., sharpen, excite, Pi.O.10(11).20; ἰάμβων τοὺς ὀδόντας Babr.Prooem.2.14; provoke, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά X.Cyr.2.1.20, cf. 1.2.10 (Pass.), Mem.3.3.7; τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ A.Th.715; λόγοι τεθηγμένοι sharp, biting words. Id.Pr.313; οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη S.Aj.584; λῆμα τεθ. E.Or.1625; τῆς διανοίας ὀργῇ τεθ. Alcid. ap.Arist.Rh.1406a10. II intr., ὀργὴ γέροντος . . ἐν χειρὶ θήγει σὺν τάχει δ' ἀμβλύνεται dub. in S.Fr.894.
German (Pape)
[Seite 1206] wetzen, schärfen; ὀδόντας Il. 11, 416. 13, 475, vom Eber, wie Hes. Sc. 388; vgl. Eur. Phoen. 1389; Ar. Lys. 1255; auch im med., δόρυ θηξάσθω, er schärfe sich den Speer, Il. 2, 382; φάσγανον Aesch. Ag. 1235; ξίφος Eur. Or. 1036; τεθηγμένη σφαγίς El. 1142. – Uebertr., anreizen, aufbringen, erbittern, auch ermuthigen, Pind. Ol. 11, 21; τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους Aesch. Prom. 311; τεθηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Spt. 697; οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη Soph. Ai. 581; λῆμα τεθηγμένον Eur. Or. 1625; in Prosa, ἀνδρῶν φρόνημα Xen. Cyr. 2, 1, 11, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά ib. §. 20; Sp.; den Ausdruck des Alcidamas ἀκράτῳ τῆς διανοίας ὀργῇ τεθηγμένον tadelt Arist. rhet. 3, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
θήγω: Δωρ. θάγω ᾱ Ἀριστοφ. Λυσ. 1256: μέλλ. θήξω Εὐρ.: ἀόρ. ἔθηξα Πίνδ., Εὐρ. ― Μέσ., ἀόρ. ἐθηξάμην, ἴδε κατωτ. ― Παθ., πρκμ. τέθηγμαι, ἴδε κατωτ. (Ἡ ῥίζα ἀμφίβολος). Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρὰ Ξεν.), ἀκονῶ, ὀξύνω, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.), θήγων λευκὸν ὀδόντα Λ. 416, πρβλ. Ν. 476, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 378· ὀδόντας Ἀριστοφ. Βατρ. 815· γένυν Εὐρ. ἐν Φοιν. 1380· θ. φάσγανον, ξίφος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1262, Εὐρ. Ὀρ. 1036· ― ἐν τῷ Μέσ., δόρυ θηξάσθω, ἂς ἀκονήσῃ τὸ δόρυ του, Ἰλ. Β. 382. 2) μεταφ., παροτρύνω, διεγείρω, Πίνδ. Π. 10 (11). 23· παροξύνω, ὡς τὸ Λατ. acuere, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 2. 1, 20, πρβλ. 1. 2, 10., 1. 6, 41, Ἀπομν. 3. 3, 7· τεθηγμένον τοί μ’ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 715· λόγοι τεθηγμένοι, ὀξεῖς, δηκτικοὶ λόγοι, ὁ αὐτ. Πρ. 311· οὐ γάρ μ’ ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη Σοφ. Αἴ. 584· λῆμα τεθ. Εὐρ. Ὀρ. 1625· τῆς διανοίας ὀργῇ τεθ. Ἀλκιδάμ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ὀργὴ γέροντος... ἐν χειρὶ θήγει σὺν τάχει δ’ ἀμβλύνεται Σοφ. Ἀποσπ. 761.
French (Bailly abrégé)
f. θήξω, ao. ἔθηξα, pf. inus.
Pass. pf. τέθηγμαι;
1 aiguiser : ὀδόντα IL, φάσγανον ESCHL ses défenses, son glaive ; fig. λόγοι τεθημένοι ESCHL paroles aiguisées, càd mordantes;
2 exciter : τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά XÉN les âmes à la guerre;
Moy. θήγομαι aiguiser pour soi : δόρυ IL le fer de sa lance.
Étymologie: R. Θαγ, aiguiser.
English (Autenrieth)
mid. aor. imp. θηξάσθω: whet, sharpen, mid., something of one's own, Il. 2.382.
Greek Monolingual
θήγω και θάγω (Α)
1. οξύνω, ακονίζω
2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu- «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με -ω- (λ.χ. η γλώσσα του Ησυχίου τεθωγμένοι
μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας μεταπτώσεως ō/ā (πρβλ. και βωμός, βάμα / βήμα). Το ρ. εχρησιμοποιείτο και με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική σημασία του «παροξύνω», ενώ στην παθητική φωνή είχε αποκτήσει και την ειδική σημασία «παροξύνομαι από το ποτό, μεθώ».
ΠΑΡ. αρχ. θηγαλέος, θηγάνη, θήγανον, θηγάνω, θηκτός, θήξις
νεοελλ.
θηκτικός.
ΣΥΝΘ. αντιθήγω, επιθήγω, καταθήγω, παραθήγω, προκαταθήγω, προσυποθήγω, συνεπιθήγω, συνθήγω.
Greek Monotonic
θήγω: μέλ. θήξω, αόρ. αʹ ἔθηξα· Παθ., παρακ. τέθηγμαι·
1. κάνω κάτι κοφτερό, ακονίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· θήγων λευκὸν ὀδόντα, στο ίδ.· θήγω φάσγανον, ξίφος, σε Αισχύλ., Ευρ.· στη Μέσ., δόρυ θηξάσθω, τον αφήνει να ακονίσει, να τροχίσει το δόρυ του, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., προκαλώ, οξύνω, εγείρω, όπως το Λατ. acuere, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά, σε Ξεν.· Παθ., λόγοι τεθηγμένοι, κοφτεροί, δηκτικοί λόγοι, σε Αισχύλ.· γλῶσσα τεθηγμένη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θήγω: дор. θάγω (ᾱ) (fut. θήξω, aor. ἔθηξα; pf. pass. τέθηγμαι)
1) делать острым, острить, точить (ὀδόντα Hom., Hes., Arph.; med. δόρυ Hom.; φάογανον Aesch.);
2) возбуждать, разгорячать, разжигать (τὰς ψυχὰς εἴς τι, ἀνδρῶν φρόνημα Xen.; ὀργῇ τεθηγμέμος Alcidamus ap. Arst.): λῇμα τεθηγμένον Eur. разбушевавшиеся страсти; λόγοι τεθηγμένοι Aesch. язвительные слова; ἐκ γενετῆς θηγόμενος ἐπί τι Plut. с детства приучаемый к чему-л.;
3) возбуждаться, вспыхивать (ὀργὴ θήγει Soph.).