κάρκαρον

From LSJ
Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρκᾰρον Medium diacritics: κάρκαρον Low diacritics: κάρκαρον Capitals: ΚΑΡΚΑΡΟΝ
Transliteration A: kárkaron Transliteration B: karkaron Transliteration C: karkaron Beta Code: ka/rkaron

English (LSJ)

τό,

   A prison, Sophr.147:—also κάρκᾰρος, ὁ, D.S.31.9: indeterm. in Vett.Val.68.26: pl. κάρκαροι, = δεσμοί, and κάρκαρα, = μάνδραι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1327] τό, das Gefängniß, carcer; D. Sic. ecl. p. 516, 38; Sophron. bei Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

κάρκαρον: τό, εἱρκτή, φυλακή, carcer, «κάρκαρον: τὸ δεσμωτήριον˙ οὕτως Σώφρων» Φώτ.˙ -ὡσαύτως κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516˙ -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... μάνδρα».

Greek Monolingual

κάρκαρον, τὸ (Α)
φυλακή, ειρκτή, δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το άγνωστης ετυμολ. λατ. carcer].

Russian (Dvoretsky)

κάρκαρον: τό (~ лат. carcer) темница (из сикульского) (Тронский)