κίσσηρις

From LSJ
Revision as of 23:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

German (Pape)

[Seite 1442] εως, ἡ, od. richtiger κίσηρις, wie Dichterstellen beweisen, Ar. fr. 309, Alexis bei Ath. IX, 383 d, Phani. 3 (VI, 295); bei Theophr. auch gen. κισσήριδος; Bimsstein, Theophr., Diosc.; vielleicht von κίς, weil er durchlöchert, gleichsam zernagt ist.

French (Bailly abrégé)

v. κίσηρις.

Greek Monotonic

κίσσηρις: λιγότερο ορθός τύπος του κίσηρις.

Russian (Dvoretsky)

κίσσηρις: εως ἡ v. l. = κίσηρις.