κίσσηρις
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
German (Pape)
[Seite 1442] εως, ἡ, od. richtiger κίσηρις, wie Dichterstellen beweisen, Ar. fr. 309, Alexis bei Ath. IX, 383 d, Phani. 3 (VI, 295); bei Theophr. auch gen. κισσήριδος; Bimsstein, Theophr., Diosc.; vielleicht von κίς, weil er durchlöchert, gleichsam zernagt ist.
French (Bailly abrégé)
v. κίσηρις.
Greek Monotonic
κίσσηρις: λιγότερο ορθός τύπος του κίσηρις.
Russian (Dvoretsky)
κίσσηρις: εως ἡ v. l. = κίσηρις.