κόλλα

From LSJ
Revision as of 23:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλᾰ Medium diacritics: κόλλα Low diacritics: κόλλα Capitals: ΚΟΛΛΑ
Transliteration A: kólla Transliteration B: kolla Transliteration C: kolla Beta Code: ko/lla

English (LSJ)

ης, ἡ,

   A glue, Hdt.2.86, Hp.Art.33, Arist.Ph.227a17, IG22.1672.68.    2 flour-paste, Dsc.2.85.

German (Pape)

[Seite 1473] ἡ, der Leim; Her. 2, 86; Arist. Heteor. 4, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλᾰ: ης, Λατ. gluten, Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀριστ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gomme ; colle.
Étymologie: DELG mot i.-e.

Greek Monolingual

(I)
η (AM κόλλα)
κάθε γλοιώδης ουσία που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή συνενώσεις
νεοελλ.
1. άμυλο ή άλλη ύλη που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα ρούχων
2. ουσία που χρησιμοποιείται για να κάνει το κρασί διαυγές
3. φρ. «κόλλα λουξ»
(τροφ. τεχνολ.) ονομασία ουσίας που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση του κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολ-. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kol(e)i- «κόλλα», εμφανίζει επίθημα - και συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. klejĭ, ρωσ. klej «κόλλα» και μσν. κάτω γερμ. helen «κολλώ». Τη λ. δανείστηκε η μεταγενέστερη Λατινική και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες, πρβλ. ιταλ. colla, γαλλ. colle. Συνώνυμη είναι η λ. γλοιός.
ΠΑΡ. κολλώ, κολλώδης
αρχ.
κολλήεις
μσν.
κολλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κολλεψός, κολλομελώ, κολλοπώλης
νεοελλ.
κολλογόνος. (Β' συνθετικό) ιχθυόκολλα, λιθόκολλα, ξυλόκολλα, χρυσόκολλα
αρχ.
ξηρόκολλα, σαρκόκολλα, ταυρόκολλα
νεοελλ.
αλευρόκολλα, αμυγδαλόκολλα, αμυλόκολλα, αργιλόκολλα, γυψόκολλα, δενδρόκολλα, δερματόκολλα, οστεόκολλα, φυτόκολλα, χονδρόκολλα, ψαρόκολλα. Με τη μορφή -κόλλος, -κολλον: πρωτόκολλο(ν)
αρχ.
άκολλος, αμφίκολλος, αρτίκολλος, γυιόκολλος, έγκολλος, εύκολλος, εχέκολλος, ιχθυόκολλον, κατάκολλος, λιθόκολλος, παράκολλος, πρόσκολλος, σύγκολλος, ταυρόκολλον, χρυσόκολλος.———————— (II)
η (Μ κόλλα)
ακέραιο φύλλο χαρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colla].

Greek Monotonic

κόλλᾰ: -ης, ἡ, κόλλα, Λατ. gluten, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κόλλᾰ:1) гумми, камедь Her.;
2) клей Arst., Plut.