ὀρθρινός
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ή, όν, (ὄρθρος) later form (Phryn.PSp.93 B.) for ὄρθριος, LXXWi.11.22, al. ;
A ὀρθρινὸς οἴχεσθαι AP5.176 (Mel.); ὀ. δῶρα ib.7.195 (Id.) : neut. pl. as Adv., ὀρθρινὰ παίζειν ib.12.47 (Id.). [ῐ AP5.176, 12.47, as in ἠρινός, θερινός, χειμερινός: Arat.948, AP6.160 (Antip. Sid.), etc. make ι long, prob. in imitation of ὀπωρῑνῷ which is a metr. necessity in Hom., v. sub voc.]
German (Pape)
[Seite 377] am frühen Morgen, ὀρθρινὰ παίζων, Mel. 73 (XII, 47); ἰχθυβολῆες, Phaedim. 4 (VII, 739); ἐκ κοίτης ᾤχετο, Mel. 91 (V, 177); φωνή, Antp. Sid. 26 (VI, 160), u. öfter in der Anth.; Luc. Gall. 1; N. T. Von Phryn. 51 wird es verworfen, statt ὄρθριος. [Ι ist bei Mel. kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθρινός: -ή, -όν, (ὄρθρος) μεταγεν. τύπος («ὄρθιος χρὴ λέγειν, οὐκ ὀρθρινὸς» Φρύν. ἐν Α. Β. 54) ἀντὶ τοῦ ὄρθριος. Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ.· ὀρθρινὸς οἴχεσθαι αὐτόθι 5. 177., 12. 47· ὡς Ἐπίρρ., ὀρθρινὰ παίζειν ὁ αὐτ. 7. 195· ― τὸ ὀρθρινὸν ὡς Ἐπίρρ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1, προσέτι ὀρθρινῶς, Σωφρ. 3477Α. [ῐ Ἀνθ. Π. 5. 177., 12. 47, ὡς ἐν ταῖς λ. ἠρινός, θερινός, χειμερινός· παρὰ τῷ Ἀράτ. 948, Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ., τὸ ι μηκύνεται, πιθαν. κατὰ μίμησιν τοῦ ὀπωρῑνῷ, ὅπερ παρ’ Ὁμήρ. εἶναι ἀνάγκη μετρική, ἴδε τὴν λ.] ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333.
Spanish
English (Strong)
from ὄρθρος; relating to the dawn, i.e. matutinal (as an epithet of Venus, especially brilliant in the early day): morning.
English (Thayer)
ὀρθρινή ὀρθρινον (from ὄρθρος; cf. ἡμερινός, ἑσπερινός, ὀπωρινός, πρωϊνός a poetic (Anth.) and later form for ὄρθριος (see Lob. ad Phryn., p. 51; Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 186; (Winer s Grammar, 25)), early: L T Tr WH. (Wisdom of Solomon 11:23 (22).)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀρθρινός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ' ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθρινό
το εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος», Γρυπ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀρθρινά
κατά την αυγή, κατά τα χαράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθ-ινός, μεσημβρ-ινός)].
Greek Monotonic
ὀρθρῐνός: -ή, -όν (ὄρθρος), = ὄρθριος, σε Ανθ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθρῑνός: (иногда ῐ) утренний, ранний: ὀ. ἀποπτάμενος Anth. рано утром улетевший.