παρασπάω
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
fut. -άσω [σπᾰ] S. OC1185 :—
A draw forcibly aside, wrest aside, Id.El.732 ; τὸ παρασπώμενον, = παρασπάς, Thphr.HP2.1.3 : metaph., τινὰ πρὸς βίαν π. γνώμης S.OCl.c. ; ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, i.e. ὥστε εἶναι ἀδίκους (cf. ἀδάκρυτος) Id.Ant.792 (lyr.) ; κρίσιν Phld.Rh.1.174 S. :—Med., παρασπᾶσθαί τινά τινος detach him from another's side to one's own, X.HG 4.8.33, cf. D.1.3 ; π. λόγου detract from an argument, Pl.Sph.241c ; μαντικῆς ἴχνος παρεσπάσατο Iamb.Myst.3.27 :—Pass., παρεσπασμένος pulled away, of a circle viewed obliquely, Euc.Opt.36. II cull for oneself, Iamb.VP1.1.
German (Pape)
[Seite 499] (σπάω), verziehen, bei Seite ziehen, wegreißen; ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ, Soph. El. 732; übertr., οὐ γάρ σε πρὸς βίαν παρασπάσει γνώμης, O. C. 1185; τῶν Αἰολίδων πόλεων παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου, Xen. Hell. 4, 8, 33, von ihm abziehen, zum Abfall von ihm bewegen; τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι τῶν ὅλων πραγμάτων, Dem. 1, 3; Pol. 18, 34, 5 u. A.; auch mit dem bloßen gen., Plat. Soph. 241 c.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], σύρω μεθ’ ὁρμῆς πλαγίως, κατὰ μέρος, ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς Σοφ. Ἠλ. 732· τὸ παρασπώμενον = παρασπάς, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3· μεταφορ., π. τινα γνώμης πρὸς βίαν Σοφ. Ο. Κ. 1185· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, ὃ ἐστί, ὥστε εἶναι ἀδίκους (πρβλ. ἀδάκρυτος), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 792· - Μέσ., παρασπῶμαί τινά τινος, ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος πρὸς ἐμαυτόν, παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 8, 33, πρβλ. Δημ. 10. 6· π. λόγου, ἀποσπῶ ἐξ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Σοφιστ. 241C (ἔνθα ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς αὐτοπαθές, ἀποσπῶ ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀποσύρομαι).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tirer de côté, acc. ; fig. entraîner;
2 détacher en tirant de côté fig. : τινα γνώμης SOPH détourner qqn d’une résolution;
Moy. παρασπάομαι-ῶμαι détacher en tirant à soi fig. : τινά τινος détacher une personne d’une autre en l’attirant à soi ; τί τινος arracher une chose d’une autre en la tirant à soi.
Étymologie: παρά, σπάω.
Greek Monotonic
παρασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ], σύρω με ορμή στα πλάγια, αποσπώ πλαγίως, σε Σοφ.· μεταφ., παρασπᾶν τινα γνώμης, στον ίδ.· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, δηλ. ὥστε εἶναι ἀδίκους, στον ίδ. — Μέσ., παρασπᾶσθαί τινά τινος, αποσπώ κάποιον από το μέρος κάποιου άλλου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παρασπάω: 1) тянуть в сторону, оттягивать: ἔξω π. Soph. затягивать (возжи); π. τινα γνώμης Soph. отклонять кого-л. от его мнения, т. е. переубеждать кого-л.;
2) склонять к отпадению, отторгать (τῶν πόλεών τινας τοῦ Φαρναβάζου Xen.); med. отторгать в свою пользу, захватывать (τι τῶν ὅλων πραγμάτων Dem.; τόπους τινάς Polyb.).