πάρειμι
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
(εἰμί
A sum), inf. -εῖναι, Ep. 3pl. παρέᾱσι Il.5.192, Od.13.247 ; Ion. subj. παρέω Hdt.4.98; Ep. inf. παρέμμεναι Od.4.640, part. παρεών Il.24.475 : Ep. impf. παρέην Od.3.267 (tm.); 2sg. παρῆας v.l. in Od.4.497 (Sch., Lex.Mess.) ; 3pl. πάρεσαν Il. 11.75; Att. impf. παρῆ A.Ch.523; in later Greek παρήμην Luc.VH2.25 : Ep. fut. παρέσσομαι Od. 13.393 :—to be by or present, ὑμεῖς θεαί ἐστε πάρεστέ τε ἴστε τε πάντα Il. 2.485, etc. : in tmesi, πὰρ δ' ἄρ' ἔην καὶ ἀοιδός Od. 3.267 ; πάρα used for πάρεστι and πάρεισι, Il. 20.98, 23.479, etc. : freq. in part., ποίπνυον παρεόντε 24.475 ; σημάντορος οὐ π. 15.325, etc. ; ἀπεόντα νόῳ παρεόντα Parm. 2.1, cf. Heraclit. 34. 2 to be by or near one, c. dat., Od.5.105; μήλοισι 4.640; π. τινὶ παροινοῦντι Antipho 4.1.7 ; π. παρά τινι S.Ph. 1056; π. τινί to be his guest, Ar.Av.131. 3 to be present in or at, μάχῃ Od.4.497 ; ἐν δαίτῃσι Il.10.217 ; δόμοις π. E.Hipp.805 ; τοῖς πράγμασιν D.1.2, etc.; ἐν λόγῳ Ar.Ach.513 ; ἐν ταῖς συνουσίαις Pl.Prt.335b ; ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι D.24.159. 4 to be present so as to help, stand by, τινι Il.18.472, Od.13.393, A.Pers.235 ; πλησίον παρῆσθα κινδύνων ἐμοί E.Or.1159, etc.; esp. of one accused, οἱ νῦν παρόντες αὐτῷ καὶ συνδικοῦντες D.34.12, cf. 24.159 : Medic., of nurses, assistants, etc., Hp.Aph.1.1, Herod. Med. ap. Orib. 10.37.11. 5 παρεῖναι εἰς . . to have arrived at, ἐς κοῖτον Hdt.1.9; ἐς τὸν Ἰσθμὸν π. τινί Id.8.60. γ ; ἐς τὴν Λακεδαίμονα Th.6.88 ; εἰς τὴν ἐξέτασιν X.An.7.1.11 ; Ὀλυμπίαζε Th.3.8 : c. acc. loci, πάρεισι . . Αἰτναῖον πάγον E. Cyc.95, cf. 106, Ba.5 ; π. τινὶ ἐπὶ δεῖπνον Hdt. 1.118, cf. Ar.Av. 131 ; π. ἐπὶ τὸ στράτευμα X.An.7.1.35 ; π. πρὸς τὴν κρίσιν ib. 6.6.26 ; πρός τινα Id.Cyr.2.4.21 ; also π. ἐνταυθοῖ Pl.Ap.33d ; v. πάρειμι (εἶμι) IV. 2. 6 π. ἐκ . . to have come from... ἐκ ταύτης [τῆς πόλιος] π. ἐς τὴν Ἀσίην Hdt.6.24; τοὐκ θεοῦ παρόν S. OC1540; Φίλιππος ἐκ Θρᾴκης π. Aeschin.2.101; Θείβαθεν αὐληταὶ πάρα Ar.Ach. 862. II of things, to be by, i.e. ready or at hand, τά τε δμώεσσι πάρεστι Od.14.80, etc.; πάρα ἔργα βόεσσιν Hes. Op.454; οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες Od.4.559 ; εἴ μοι δύναμίς γε παρείη if power were at my command, 2.62 ; ὅση δύναμίς γε πάρεστι 23.128 ; ὅ τι πάρεστι Men. 62; τὰ παρεόντα what is ready, χαριζομένη παρεόντων Od.1.140; ἡ τοῦ πλέονος ἐπιθυμίη τὸ παρεὸν ἀπόλλυσι Democr.224, cf. 191; ἐκ τῶν παρεουσέων αὐγέων the best light available, Hp.Off.3; ἐκ τῶν παρεόντων τὸ εὔπορον εὑρίσκειν Id.Art.78; εἰ τὰ δεσμὰ μὴ παρείη ibid.; of feelings, conditions, etc., φόβος βαρβάροις παρῆν A.Pers.391 ; θαῦμα παρῆν S.Ant.254 ; ἐν τοῖς τότε παρεοῦσι . . κακοῖσι Hdt.8.20, cf. A.Pr.26; ὡς παρεσομένου σφι πολέμου Hdt.8.20 : in Philos., of qualities or predicates, παρείη γ' ἂν αὐταῖς (sc. θριξίν) λευκότης Pl.Ly.217d, cf. Plot. 5.6.4; of Time, ὁ παρὼν νῦν χρόνος S.El. 1293, cf. Aeschin.1.93, Arist.Po. 1457a18; ἡ νῦν π. ἡμέρα Pl.Lg.683c; ἡ ἱερὰ συμβουλὴ π. X.An.5.6.4; τὰ παρόντα (Ion. παρεόντα) the present state of affairs, Hdt.1.113, etc.; τὰ π. πρήγματα Id.6.100; opp. τὰ γεγονότα, τὰ μέλλοντα, Pl.Tht. 186b : sg., τὸ παρόν (Ion. παρεόν) , πρὸς τὸ π. βουλεύειν, τὸ π. θεραπεύειν, Hdt.1.20, S.Ph.149 (lyr.); πρὸς παρεόν Emp.106 : Adverbial phrases, τὸ παρόν just now, τὸ π. εἴπομεν Pl.Lg.693b; τὰ παρόντα S.El.215 (lyr.) : in Prose, ἐκ τῶν π. according to present circumstances, Th.5.40, etc.; ἐν τῷ π., opp. τὸ ἔπειτα, ib.63, etc.; ἐν τῷ νῦν π. καὶ ἐν τῷ ἔπειτα Pl.Phd.67c; ἐν τῷ τότε π. Th.1.95; πρὸς τὸ παρόν Isoc. 15.94; ὡς πρὸς τὸ π. S.E.P.1.201; πρὸς τὸ π. αὐτίκα Th.3.40; πρὸς τὴν π. ὄψιν Id.2.88; ἐπὶ τοῦ π. for the present, IG9(2).517.6 (Epist. Philipp.), Epict.Ench. 2.2; ἐς and πρὸς τὰ π., Arr.An.1.13.5, 5.22.5. III impers., πάρεστί μοι it depends on me, is in my power to do, c. inf., τοιαῦθ' ἑλέσθαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ A.Eu.867, cf. S.Ph. 364, etc. : also impf. παρῆν Hdt.8.20, 9.70 : without dat., παρῆν . . κλύειν A.Pers.401; πάρεστι χαίρειν Ar.Pl.638; ὁρᾶν πάρεστιν Democr.164, cf. And.2.2, etc. 2 part. παρόν, Ion. παρεόν, it being possible or easy, since it is allowed, παρεὸν αὐτῷ βασιλέα γενέσθαι Hdt. 1.129, cf. 6.72, S.Ph.1098 (lyr.), Fr.564.3, Th.4.19. IV. part. masc. παρών is freq. in Trag., at the end of a verse, to give vividness, ἄνδρ' ἐνουθέτει παρών to his face, S.Aj.1156; τοὺς θανόντας οὐκ ἐᾶς θάπτειν π. you come here and forbid... ib.1131, cf. 338, El.300, Tr. 422; dub. in Com., Ar.Fr.657.
πάρειμι (εἶμι
A ibo), inf. -ιέναι (Dor. -ίμεν Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene)), used as fut. of παρέρχομαι, also in pres. sense, παρῄειν being used as impf. :—pass by, pass, παριών Od.4.527, 17.233; οἰκτίρας . . παρίτω IG12.976 ; παρήϊε Hdt.4.79; οἱ ἀεὶ παριόντες Pl.R.616a, etc.; go alongside, Th.4.47 ; march along the coast, of an army, Id.8.16, 22,32, X.HG2.1.18 (cj.), 4.5.19. 2 c.acc. loci, pass by, Hdt.7.109 ; τὸν χῶρον Id.1.167 ; τὴν οἰκίαν And.1.146, Str. 14.5.14 ; π. παρὰ τοὺς πατέρας (prob. for παρῆσαν) Hdt.3.14 ; παρ' αὐτὴν τὴν Βαβυλῶνα π. X.Cyr.5.2.29. II pass by, overtake, surpass, ib.1.4.5. III pass on, esp. in the sense of entering, π. ἐς τὰ βασιλήϊα Hdt. 3.84, cf. 72,77, Pl.Phd. 59e; ἔσω π. E.Hel. 451 ; πάριτ' ἐς θυμέλας, ἐπὶ δ' ἀσφάκτοις μήλοισι δόμων μὴ πάριτ' ἐς μυχόν Id.Ion 228 (anap.) ; βίᾳ εἰς οἰκίαν παριέναι X.Cyr.1.2.2. 2 in discourse, pass on from one part of a subject to another, ἐντεῦθεν ἐς . . Ar.Nu. 1075 ; ὃ παριὼν τῷ λόγῳ ἔτυχον εἰπών in passing, Pl.Lg.776d. IV come forward, X.An. 7.3.46 ; πάριτ' ἐς τὸ πρόσθεν Ar.Ach.43 ; τὸ μάχιμον εἰς τὸν μέγιστον τῶν ἀγώνων τολμήσει παριέναι Pl.Lg.830c : metaph., ἐς πρώτους νεωστὶ παριών Hdt.7.143. 2 come forward to speak, Pl.Alc. 1.106c ; παρῄει οὐδείς D.18.170 ; παριὼν ἐπὶ τὸ βῆμα Aeschin.3.159 ; παρῇσαν ἐπὶ τὸ βῆμα (cj. Dobree for παρῆσαν) D.1.8 ; παρῇμεν (cj. Cobet for παρῆμεν) εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.71 ; at Athens, οἱ παριόντες orators, And.2.1, D.13.14, etc.; πᾶσι τοῖς παριοῦσι λόγον διδόναι Id.2.31. V pass from man to man, τὸ σύνθημα παρῄει X.An.6.5.25.— Cf. παρέρχομαι.
German (Pape)
[Seite 512] (s. εἶμι), daneben, vorüber, vorbei gehen; παριών, Od. 4, 527. 17, 233; Pind. P. 1, 26; u. in Prosa, τοὺς παριόντας, die Vorübergehenden, Xen. An. 3, 2, 35, u. öfter; ὁπόσα ἄλλα παρῄεσαν χωρία, an welchen sie vorbei kamen, 5, 4, 30; Plat. Rep. VIII, 546 b u. öfter, u. Folgde; auch übertr., λόγῳ, in der Rede übergehen, Plat. Legg. VI, 776 d; von der Zeit, Her. 7, 181; – hinan-, hinein-, hinzugehen; εἰς τὰ πρόσω παριέναι, Her. 3, 77; ἐς τὰ βασιλήϊα, 84; παρήϊσαν ἐς τὴν Παλλήνην, 8, 119; ἔσω πάρειμι, Eur. Hel. 458; πάριτ' ἐς θυμέλας, Ion 229; πάριτ' εἰς τὸ πρόσθεν, Ar. Ach. 43 Eccl. 129; πρότερον, Plat. Phaed. 59 e; τοῖς μὲν ἔμπροσθεν ὑπάγειν παρεκελεύετο, τοῖς δὲ ὄπισθεν παριέναι, Xen. An. 3, 4, 48; bes. vom Auftreten des Redners in der Volksversammlung, οἱ ἐπὶ τὸ βῆμα παριόντες, Isocr. 8, 13, u. oft absolut οἱ παριόντες, die öffentlich auftretenden Redner, Andoc. 2, 1 u. sonst bei den Rednern; διανοεῖ παριέναι συμβουλεύσων Ἀθηναίοις, Plat. Alc. I, 106 c. – Darüber hinausgehen, übertreffen. – Weiter gehen, von Einem zum Andern gehen, τὸ σύνθημα παρῄει, die Parole ging von Mann zu Mann, Xen. An. 6, 3, 25. (s. εἰμί), daneben, dabei sein, bes. gegenwärtig od. anwesend sein; πάρεστε, Il. 2, 485; ἵπποι δ' οὐ παρέασι, 5, 192; παρεών, der Anwesende, oft, wie in Prosa, οἱ παρόντες, überall; sich bei Einem aufhalten, verweilen, Od. 5, 105. 129; μήλοισι, 4, 640; auch μάχῃ, einer Schlacht beiwohnen, 4, 197; ἐν δαίτῃσι, Il. 10, 217; bes. zum Beistand anwesend sein, wie adesse, beistehen, καὶ λίην τοι ἔγωγε παρέσσομαι, Od. 13, 393 Il. 18, 472; ἀρωγὴ δ' οὔτις ἀλλήλοις παρῆν, Aesch. Pers. 406; ἐγὼ παρὼν βέλεσι τοῖς Ἡρακλέους εἴρξω, Soph. Phil. 1392; vgl. Ar. Vesp. 732; Dem. τοῖς νῦν παροῦσιν αὐτῷ καὶ συνδικοῦσιν, 34, 12, u. sonst in Prosa; – zur Hand sein, vorräthig sein, von allem Besitzthum, τὰ παρεόντα, der vorhandene Vorrath, oft χαριζομένη παρεόντων, gern mittheilend von dem Vorhandenen, von den Speisen, welche nicht erst zubereitet zu werden brauchen, Od. 1, 140. 4, 56, auch von unkörperlichen Dingen, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη, wenn mir die Macht zu Gebote stände, wenn ich die Macht hätte, 2, 62; ὅση δύναμίς γε πάρεστι, so Viel in meiner Macht ist, so Viel ich vermag, Il. 8, 294. 13, 786 Od. 23, 128; φίλων παρεόντων, Pind. Ol. 7, 6; εἴτ' αὐτὸς ἦν θνήσκοντος ἐγγύθεν παρών, Aesch. Ch. 839; θάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος, Spt. 1032; φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν, Pers. 383; πενθήμονες πά ρεισιν δόξαι, Ag. 421, u. so öfter auch von Gemüthszuständen; vgl. noch αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων Soph. El. 800, πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν Ant. 254. – Von Vrbdgn merke man noch : παρεῖναι παρά τινι, Soph. Phil. 1057; οὗτος παρὰ σοὶ μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, Plat. Phaedr. 243 e; – ἔν τινι, z. B. παρεῖναι ἐν ταῖς συνουσίαις, Plat. Prot. 335 b; vgl. Ar. Ach. 513 Av. 30; – εἰς –, sich nach einem Orte begeben daben und da sein, ἐς κοῖτον, εἰς Ἀσίην u. ä., Her. 1, 9. 6, 24. 8, 60, 3; Thuc. 6, 88; auch Ὀλυμπίαζε, 3, 8; εἰς τὴν ἐξέτασιν, Xen. An. 7, 1, 11, u. oft; auch ἐς μέσον φόνον, Eur. Or. 1314; – ähnlich ἐπὶ δεῖπνον, Her. 1, 21; ἐπὶ τὴν θυσίαν, ἐπὶ τὸ στράτευμα, ἐπὶ τὰς κώμας, Xen. An. 6, 2, 15. 7, 1, 35. 7, 4, 6 u. sonst; übertr., πάλιν ἐπὶ τὴν πρώτην πάρεσμεν ἀπορίαν, Plat. Theaet. 200 d; Gorg. 447 b; παρῆσαν ἐπὶ τοῦτο τὸ βῆμα, Dem. 1, 8; auch παρῆσαν ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι, 24, 159, u. πάρεστι πρὸς τοῦτο καιροῦ τὰ πράγματα, die Sachen sind so weit gekommen, 2, 8; vgl. noch πρὸς σέ, πρὸς τὴν κρίσιν, Xen. An. 6, 3, 21. 4, 26; Ὀλυμπίαζε παρεῖναι, Thuc. 3, 8. – Das partic., gegenwärtig; τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ, Aesch. Prom. 26; πόνων τῶν νῦν παρόντων, 98; τῆς νῦν παρούσης πημονῆς, 469; im Ggstz von μέλλοντα κακά, Pers. 829; so Soph. u. Eur.; u. in Prosa; τὰ παρόντα κακά, Her. 8, 20; χρόνος, πόλεμος u. ä., bes. τὰ παρόντα, die gegenwärtige Lage der Dinge, die gegenwärtigen Umstände, Her. 1, 113 u. A.; auch τὰ παρεόντα πρήγματα, Her. 6, 100; τὰ παρόντα, jetzt, Soph. El. 218; ἡ νῦν παροῦσα ἡμέρα, Plat. Legg. III, 683 c; auch sing. τὸ παρεόν, Her. 1, 20; ἐν τῷ παρόντι, in der Gegenwart, für die gegenwärtige Lage, Thuc. 2, 88. 5, 63 u. öfter; auch ἐν τῷ τότε παρόντι, 1, 95; Plat. setzt gegenüber ἐν τῷ νῦν παρόντι καὶ ἐν τῷ ἔπειτα, Phaed. 67 c; vgl. τὰ γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα, Theaet. 186 a; Xen. An. 2, 5, 8; vgl. noch πρὸς τὸ παρόν, τὸ παρὸν αὐτίκα, Thuc. 3, 40; ἐκ τῶν παρόντων, 6, 70, wie Xen. An. 3, 2, 3, nach der gegenwärtigen Lage, wie es diese erfordert, vgl. Krüger zu der Stelle; πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν, Soph. Phil. 149; τὸ παρὸν εὖ ποιεῖν. Plat. Gorg. 499 c; παρὸν ἀργύριον, Dem. 33, 7. – Impers. gebraucht, πάρεστί μοι, es ist mir zur Hand, steht bei mir, ich habe es in meiner Gewalt, es hängt von mir ab, τοιαῦθ' ἑλέσθαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ, Aesch. Eum. 829; ὡς ἰδεῖν τέλος πάρεστιν, es ist möglich, man kann, Pers. 712, u. oft, wie bei Soph. u. Eur.; νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν, Soph. Ai. 427; O. C. 1578; χαίρειν παρέσται, El. 130; Ar. Plut. 638; u. in Prosa, Her. 8, 20. 9, 70; πάρεστι τούτου πεῖραν λαμβάνειν, Plat. Gorg. 448 a; παρῆν μετρεῖν τὸ βάθος τῆς χιόνος, Xen. An. 4, 5, 6. 7, 1, 26; Folgde. – Absol. wird so παρόν, ion. παρεόν gebraucht, da es möglich ist, angeht, παρεὸν αὐτοῖ σιἀποκτεῖναι ἐκείνους, Her. 6, 137 u. öfter, vgl. 1, 129. 5, 49. 7, 24; παρὸν φρονῆσαι, Soph. Phil. 1087; Eur. Suppl. 327; οἴνου μηδ' ὀσφραίνεσθαι παρόν, Xen. An. 5, 8, 3; Sp., wie Plut. Fab. 11, τὸν λόφον ἐκ τοῦ ῥᾴστου κρύφα κατασχεῖν παρόν. – Dafür wird auch πάρα gebraucht, Il. 9, 227, Her. 7, 12. S. oben.
Greek (Liddell-Scott)
πάρειμι: (εἰμὶ) ἀπαρ. -εῖναι, Ἐπικ. πληθ. παρέᾱσι Ἰλ. Ε. 192, Ὀδ. Ν. 247· Ἐπικ. ὑποτ. παρέω: ἀπαρ. παρέμμεναι: μετοχ. παρεών· Ἐπικ. παρατ. παρέην, γ΄ πληθ. πάρεσαν Ἰλ. Λ. 75, Ἀττ. παρατ. παρῆ· Ἐπικ. μέλλ. παρέσσομαι. Εἶμαι πλησίον, ὑμεῖς θεαί ἐστε πάρεστέ τε ἴστε τε πάντα Ἰλ. Β. 485, κτλ.· ἐν τμήσει, πὰρ δ’ ἄρ’ ἔην καὶ ἀοιδὸς Ὀδ. Γ. 267· τὰ πάρα ὡσαύτως ἦν ἐν χρήσει ἀντὶ πάρεστι καὶ πάρεισι, αἰεὶ γὰρ πάρα εἷς γε θεῶν, ὃς λοιγὸν ἀμύνει Ἰλ. Υ. 98., Ψ. 479, κλ.· - συχν. κατὰ μετοχ., ποίπνυον παρεόντε Ἰλ. Ω. 475· σημάντορος οὐ παρεόντος Ο. 325, κτλ. 2) εἶμαι πλησίον τινός, μετὰ δοτικ., Ὀδ. Ε. 105· μήλοισι Δ. 640· π. τινι παροινοῦντι Ἀντιφῶν 125. 44· οὕτω, π. παρά τινι Σοφ. Φιλ. 1056· ὅπως παρέσει μοι καὶ σὺ καὶ τὰ παιδία.. μέλλω γὰρ ἑστιᾶν γάμους, παρακαλῶ νὰ ἦσαι παρ’ ἐμοὶ καὶ σὺ καὶ τὰ παιδία, διότι θὰ ἔχω γαμήλιον συμπόσιον, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 131. 3) εἶμαι παρών, μάχη δέ τε καὶ σὺ παρῆσθα Ὀδ. Δ. 497· ἐν δαίτῆσι Ἰλ. Κ. 217· οὕτω παρ’ Ἀττ., δόμοις π. Εὐρ. Ἱππ. 805· τοῖς πράγμασι Δημ. 10. 2, κλ.· ἐν λόγῳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 513· ἐν ταῖς συνουσίαις Πλάτ. Πρωταγ. 335Β· ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι Δημ. 750. 2. 4) εἶμαι πλησίον τινὸς καὶ βοηθῶ αὐτόν, παρίσταμαι ὡς βοηθός, «παραστέκομαι», ὡς τὸ Λατ. adesse, καὶ λίην τοι ἐγὼ παρέσσομαι Ὀδ. Ν. 393· οὕτω παρ’ Ἀττικ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 235· πλησίον κινδύνων π. τινι Εὐρ. Ὀρ. 1159, κτλ.· μάλιστα ἐπί τινος κατηγορουμένου, οἱ νῦν παρόντες αὐτῷ καὶ συνδικοῦντες Δημ. 911. 6, πρβλ. 749. 23. 5) παρεῖναι εἰς ..., φθάνω εἰς... ἢ μᾶλλον ἔχω φθάσῃ εἰς..., ἐς κοῖτον Ἡρόδ. 1. 9· ἐς τὸν Ἰσθμὸν π. τινι ὁ αὐτ. 8. 60· ἐς τὴν Λακεδαίμονα π. τινι Θουκ. 6. 88· εἰς τὴν ἐξέτασιν Ξενοφ. Ἀν. 7. 1, 11· Ὀλυμπίαζε Θουκ. 3. 88· ὡσαύτως μόνον μετ’ αἰτ. τόπου, πάρεισι... Αἰτναῖον πάγον Εὐριπ. Κύκλ. 95, πρβλ. 106, Βάκχ. 5· - οὕτω, π. τινι ἐπὶ τὸ στράτευμα Ξεν. Ἀν. 7. 1, 35· π. πρὸς τὴν κρίσιν αὐτόθι 6. 4, 26· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Κυρ. 2. 4, 21· ἴδε ἐν λ. πάρειμι (εἶμι) IV. 2. 6) π. ἐκ..., ἔχω ἐλθεῖ ἐκ..., ἐκ ταύτης [τῆς πόλιος] π. εἰς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 6. 24· τοὐκ θεῶν παρὸν Σοφ. Ο. Κ. 1540· Φίλιππος ἐκ Θρᾴκης π. Αἰσχίν. 41. 21· Θείβαθεν αὐληταὶ πάρα Ἀριστοφάν. Ἀχ. 862. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι πλησίον, δηλ. πρόχειρος, ἕτοιμος, Λατιν. praesto esse, τά τε δμώεσσι πάρεστι Ὀδ. Ξ. 80, κτλ.· πάρα δ᾿ ἔργα βόεσσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 452· οὐ γὰρ οἱ πάρα νῆες Ὀδ. Δ. 559· εἴ μοι δύναμίς γε παρείη, ἄν εἶχον δύναμιν, ἐξουσίαν, Β. 62 ὅ τι πάρεστι, ὅ τι εὑρίσκεται πλησίον, Μένανδρ. ἐν «Ἀνεψιοῖς» 5· ― οὕτως ἐπὶ αἰσθημάτων, ψυχικῶν καταστάσεων, κτλ., φόβος βαρβάροις παρῆν Αἰσχύλ. Πέρσ. 391· θαῦμα παρῆν Σοφ. Ἀντ. 254· ἐν τοῖς τότε παρεοῦσι .. κακοῖσι Ἡρόδ. 8. 20, πρβλ. Αἰσχύλου Πρ. 26· ― ἐπὶ χρόνου, ὁ παρὼν νῦν χρόνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ παρεληλυθώς, Σοφ. Ἠλ. 1293, Αἰσχίν. 13, 19 ἡ νῦν παροῦσα ἡμέρα Πλάτ. Νόμ. 683C· ἡ ἱερὰ συμβουλὴ π. Ξενοφ. Ἀν. 5. 6, 4· ― τὰ παρεόντα, τὰ παρόντα, τὰ ὄντα πρόχειρα ἢ ἕτοιμα, χαριζομένη παρεόντων Ὀδ. Α. 140., Δ. 56, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837· παρὰ πεζοῖς, τὰ παρόντα (Ἰωνικ. παρεόντα), ἡ παροῦσα κατάστασις τῶν πραγμάτων, αἱ παροῦσαι περιστάσεις, Ἡρόδ. 1. 113, κτλ.· τὰ π. πρήγματα ὁ αὐτ. 6. 100· ἀντίθετον πρὸς τὰ γεγονότα καὶ τὰ μέλλοντα, Πλάτ. Θεαίτ. 186Α· ἑνικ., τὸ παρὸν (Ἰων. παρεὸν) Ἡρόδ. 1. 20 Σοφ. Φιλ. 149· πρὸς παρεὸν Ἐμπεδ. 375· ― τὸ παρὸν ἐπιρρηματικῶς ὡς τὸ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 693Β· οὕτω, τὰ παρόντα Σοφ. Ἠλ. 215· παρὰ πεζογράφοις, ἐκ τῶν παρόντων, σύμφωνα πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις, Θουκ. 5. 40, κτλ.· ἐν τῷ παρόντι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔπειτα, ὁ αὐτ. 5. 63, κτλ.· ἐν τῷ νῦν π. καὶ ἐν τῷ ἔπειτα Πλάτ. Φαίδων 67C· ἐν τῷ τότε π. Θουκ. 1. 95· πρὸς τὸ παρὸν Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 100· πρὸς τὸ π. αὐτίκα Θουκ. 3. 40· πρὸς τὴν παροῦσαν ὄψιν ὁ αὐτ. 2. 88· ἐπὶ τοῦ παρόντος, κατὰ τὸ παρόν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 2. 2· ἐς καὶ πρὸς τὰ παρόντα Ἀρρ. Ἀνάβ. 1. 13, 5., 5. 22, 5. ΙΙΙ. ἀπρόσ., πάρεστί μοι, ὡς τὸ ἔξεστι, ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου νὰ πράξω τι, μετ᾿ ἀπαρ., Ἡρόδ. 8. 20., 9. 70· τοιαῦθ᾿ ἑλέσθαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 867, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 364, κλ.· καὶ ἄνευ δοτ., παρῆν ... κλύειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 401· πάρεστι χαίρειν Ἀριστοφ. Πλ. 638, κτλ. 2) οὕτω καὶ ἡ μετοχ. παρόν, Ἰων. παρεόν, ὡς τὸ ἐξόν, παρεὸν αὐτῷ βασιλέα γενέσθαι, ἐνῷ ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ νὰ γίνῃ βασιλεύς, Ἡρόδ. 1. 129, 6. 72, Σοφ. Φιλ. 1099, Ἀποσπ. 148, Θουκ. 4. 19. IV. τὸ ἀρσεν. τῆς μετοχ. παρὼν συχνάκις κεῖται ἰδίως παρὰ τοῖς Τραγικ. ἐν τέλει στίχου σχεδὸν ὡς παραπληρωματικὸν πρὸς συμπλήρωσιν τῆς προτάσεως καὶ στρογγύλωσιν αὐτῆς, ὡς τὸ λαβών, ὡς: ὁ κλεινὸς αὐτῇ ταὐτὰ νυμφίος παρὼν Σοφ. Ἠλ. 300· τὶς πόθεν μολὼν σοὶ μαρτυρήσει ταῦτ᾿ ἐμοῦ κλύειν παρών; (πάρα Bothe) Τρ. 422, ἔνθα ὁ Jebb παρεδέξατο τὴν διόρθωσιν τοῦ Bothe, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 481, Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 57.
French (Bailly abrégé)
1impf. παρῆν, att. παρῆ, f. παρέσομαι;
être présent;
I. avec un n. de pers. pour suj.
1 être présent : παρεῖναι μάχῃ OD assister à la bataille ; avec une prép. : παρεῖναι ἐπὶ πᾶσι, être présent à tout;
2 être aux côtés de, à l’aide de, assister, secourir (cf. lat. adesse, praesens sum) τινι;
3 avec idée d’un mouv. antér. être venu et se trouver présent, avec εἰς, ἐπὶ ou πρός et l’acc. ; avec double rég. παρεῖναί τινι ἐπὶ δεῖπνον être venu et se trouver chez qqn pour un repas;
II. avec un nom de chose pour suj. être présent, être à la disposition de, τινι ; εἴ μοι δύναμίς γε παρείη IL si j’en avais le pouvoir à ma disposition, si j’avais la puissance, si je pouvais ; ὅση δύναμίς γε πάρεστι IL, OD autant qu’il est en mon pouvoir, autant que je le peux ; ὁ παρὼν νῦν χρόνος SOPH le temps présent ; τὸ παρόν SOPH, τὸ παρεόν HDT le présent, les circonstances présentes, la situation actuelle ; plur. τὰ παρόντα, ion. παρέοντα, ce qui est présent, càd les choses à portée (provisions toutes prêtes, etc.) OD ou en gén. les circonstances présentes, la situation actuelle ; adv. • τὰ παρόντα à présent, dans le présent, maintenant ; • τῷ παρόντι THC, ἐν τῷ νῦν παρόντι THC, ἐκ τῶν παρόντων THC selon les circonstances présentes, par suite des circonstances actuelles;
III. • impers. πάρεστί μοι il dépend de moi, il est en mon pouvoir, je puis ; part. abs. • παρόν, ion. παρέον comme il est ou était permis, comme il est ou était possible, comme il se peut ou se pouvait, avec l’inf..
Étymologie: παρά, εἰμί.
2inf. παριέναι, impf. παρῄειν ; chez les Att. le prés. a la signif. du f., pour le prés. on emploie παρέρχομαι;
1 passer auprès de, le long de ; avec l’acc. passer auprès ou devant : παριέναι ἐπὶ τὰ ὑποζύγια XÉN s’avancer vers les bêtes de somme le long du cortège;
2 surpasser;
3 aller vers, aller rejoindre, s’approcher, entrer, venir ; en parl. des orateurs παριέναι ἐπὶ τὸ βῆμα, s’avancer à la tribune ; abs. οἱ παριόντες ATT les orateurs qui se présentent ; παρῄει οὐδείς DÉM personne ne s’est présenté pour parler;
4 continuer son chemin, passer de l’un à l’autre : τὸ σύνθημα παρῄει XÉN le mot d’ordre passa d’homme à homme.
Étymologie: παρά, εἶμι.
English (Autenrieth)
(1) (εἰμί), πάρεστι, πάρεστε, παρέᾶσι, opt. παρείη, inf. παρεῖναι, παρέμμεναι, part. παρεών, ipf. παρῆσθα, παρῆν, πάρεσαν, fut. παρέσσομαι, -έσσεται, πάρεσται: be present, at hand, ready, e. g., to help one (τινί); also ‘stay with’ one, and of things, μάχῃ, ἐν δαίτῃσι, Il. 10.217; w. a thing as subject, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη, ‘were at my command,’ Od. 2.62 ; παρεόντων, ‘of her store,’ Od. 1.140.
(2) (εἶμι), part. παριών, παριοῦσι: go or pass by.
English (Slater)
πάρειμι
1 be present ἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6) τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι (παριόν- των v. l) (P. 1.26) “τῷ παρεόντι δ' ἐπαινήσαις ἑκὼν ἄλλοτ ἀλλοῖα φρόνει” fr. 43. 4. met., τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ is true for (O. 6.18)
English (Slater)
πάρειμι,
1 go past θαῦμα δὲ καὶ παριόντων ἀκοῦσαι (v. l. παρεόντων) (P. 1.26) ]
English (Strong)
from παρά and εἰμί (including its various forms); to be near, i.e. at hand; neuter present participle (singular) time being, or (plural) property: come, X have, be here, + lack, (be here) present.
English (Thayer)
imperfect 3rd person pl. παρῆσαν; future 3rd person singular παρέσται (L T (not (as G Tr WH Alford, others) παρέσται; see Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. § 108, Anm. 20; Chandler § 803)); (παρά near, by (see παρά, IV:1 at the end) and εἰμί); the Sept. chiefly for בּוא; as in Greek authors from Homer down a. to be by, be at hand, to have arrived, to be present: of persons, παρών, present (opposed to ἀπών), ἐπί τίνος, before one (a judge), ἐπί τίνι, for (to do) something, ἐπί τί, ibid. G L T Tr WH (on which see ἐπί, B. 2a. ζ.); ἐνώπιον Θεοῦ, in the sight of God, Tr marginal reading); ἐνθάδε, πρός τινα, with one, ὁ καιρός πάρεστιν, τό παρόν, the present, Passow, under the word, 2b.; (Liddell and Scott, under the word, II.; Sophocles' Lexicon, under the wordb.)). of other things: τοῦ εὐαγγελίου τοῦ παρόντος εἰς ὑμᾶς, which is come unto (and so is present among) you, εἰς with an accusative of place, Herodotus down; see εἰς, C. 2).
b. to be ready, in store, at command: ἡ παροῦσα ἀλήθεια, the truth which ye now hold, so that there is no need of words to call it to your remembrance, μή) πάρεστιν τίνι τί, ibid. 9 (A. V. lacketh), and Lachmann in 8 also (where others, ὑπάρχοντα) (Homer down; cf. Passow, as above; (Liddell and Scott, as above)); τά παρόντα, possessions, property (A. V. such things as ye have (cf. our 'what one has by him')), οἷς τά παρόντα ἀρκεῖ, ἡκιστα τῶν ἀλλοτρίων ὀρέγονται, Xenophon, symp. 4,42). (Compare: συμπάρειμι.)
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ
1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.)
2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» — φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ ξεπεράσει στην πανουργία και στο θράσος», Αριστοφ.
β. «θεῑος λόγος πᾱσαν ἔννοιαν παριὼν ἀνθρωπίνην», Γρηγ. Ναζ.)
μσν.
απαγγέλλω («ὕμνον πάρειμι»)
αρχ.
1. βαδίζω παράπλευρα, ιδίως κατά μήκος παράταξης ή παραλίας
2. προχωρώ και μπαίνω ή ανεβαίνω κάπου («ἐς τὸ πρόσω παριέναι» — προχωρώ στο εσωτερικό του σπιτιού)
3. προσέρχομαι, εμφανίζομαι, προχωρώ μπροστά («πάριτ' ἐς τὸ πρόσθεν»)
4. παρουσιάζομαι για να λάβω τον λόγο, ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω («ἠρώτα μὲν ὁ κῆρυξ "τίς ἀγορεύειν βούλεται;", παρήει δ' οὐδείς», Αισχίν.)
5. μεταβαίνω από το ένα θέμα στο άλλο, αλλάζω θέμα
6. μεταφέρομαι από τον έναν στον άλλο («ἐκ τούτου σύνθημα παρῄει», Ξεν.)
7. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεστ.) οἱ παριόντες
οι ρήτορες, οι ομιλητές στην εκκλησία του δήμου.———————— (II)
ΜΑ ειμί
1. παρευρίσκομαι, είμαι παρών, είμαι μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («ὁ Διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῑ σε», ΚΔ)
2. μένω, διαμένω ή παραμένω κοντά σε κάποιον
3. έχω έλθει, έχω φτάσει κάπου («ἐκ τῆς Κορίνθου πρέσβεις παρῆσαν ἐς τὴν Λακεδαίμονα», Θουκ.)
αρχ.
1. βρίσκομαι κοντά σε κάποιον για να τον βοηθήσω («πλησίον παρῆσθα κινδύνων ἐμοί», Ευρ.)
2. υπάρχω, είμαι πρόχειρος ή εύκολος για χρήση («ὅση δύναμίς γε πάρεστιν»)
3. υφίσταμαι, υπάρχω πράγματι («ὡς παρεσομένου σφι τοῡ πολέμου»)
4. απρόσ. πάρεστί μοι
μού είναι εύκολο, εξαρτάται από μένα
5. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ παρόν και ιων. τ. παρεόν
α) η σημερινή μέρα ή η στιγμή που μιλούμε, η χρονική βαθμίδα γενικότερα που αντιδιαστέλλεται από το παρελθόν και το μέλλον
β) (σε απρόσ. έκφρ.) είναι δυνατόν («παρεὸν αὐτῷ βασιλέα γενέσθαι» — ενώ μπορούσε να γίνει βασιλιάς, Ηρόδ.)
γ) (ως επίρρ.) τώρα, τώρα ακριβώς
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρόντα και ιων. τ. παρεόντα
α) η παρούσα κατάσταση
β) ό,τι υπάρχει πρόχειρο («χαριζομένη παρεόντων» — δίνοντας απ' αυτά που είχε πρόχειρα, Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
πάρειμι: (εἶμι ibo), απαρ. -ιέναι, χρησιμ. ως μέλ. του παρέρχομαι και το παρῄειν ως παρατ.
I. 1. διέρχομαι δίπλα ή πέρα, προσπερνώ, περνώ, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ.· βαδίζω κατά μήκος, σε Θουκ.· βαδίζω κατά μήκος της ακτής, λέγεται για στράτευμα όπως το παραπλέω για στόλο, στον ίδ., Ξεν.
2. με αιτ. τόπου, διέρχομαι από, σε Ηρόδ., απόλ., στον ίδ.
3. λέγεται για χρόνο, προχωρώ, περνώ, στον ίδ.
II. υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερτερώ, σε Ξεν.
III. 1. μπαίνω, εισέρχομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. λέγεται στον λόγο, περνώ από το ένα μέρος του θέματος στο άλλο, σε Αριστοφ.
IV. 1. στον Αττ. πεζό λόγο, έρχομαι μπροστά, παρουσιάζομαι, σε Ξεν. πάριτ' ἐς τὸ πρόσθεν, σε Αριστοφ.
2. εμφανίζομαι να μιλήσω, σε Πλάτ., Δημ.· οἱ παριόντες, οι ρήτορες, σε Δημ.
V. περνώ, μεταβιβάζομαι από άνθρωπο σε άνθρωπο, σε Ξεν.
• πάρειμι: (εἰμί, Λατ. sum), Επικ. γʹ πληθ. παρέᾱσι, υποτ. παρῶ, Επικ. παρέω, απαρ. παρεῖναι, Επικ. παρέμμεναι, μτχ. παρών, Επικ. παρέων, παρατ. παρῆν, Επικ. παρέην, γʹ πληθ. πάρεσαν, Επικ. μέλ. παρέσσομαι·
I. 1. είμαι δίπλα ή παρών, σε Όμηρ.
2. είμαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· είμαι παρών μέσα ή σε κάποιο πράγμα, σε Όμηρ., Αττ.
3. παρίσταμαι ώστε να βοηθήσω, συμπαραστέκομαι, Λατ. adesse, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
4. παρεῖναι εἰς, φτάνω, έχω έρθει σ' ένα μέρος, σε Ηρόδ.· πάρειμι ἐπὶ δεῖπνον, στον ίδ., Αττ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, είμαι δίπλα, δηλ. είμαι έτοιμος ή πρόχειρος, Λατ. praesto esse, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· εἴ μοι δύναμίς γε παρείη, εάν είχα δύναμη, εξουσία, στο ίδ.· ομοίως λέγεται για αισθήματα, φόβος βαρβάροις παρῆν, σε Αισχύλ.· θαῦμα παρῆν, σε Σοφ.
2. λέγεται για χρόνο, ὁ παρὼν νῦν χρόνος, στον ίδ.· τὰ παρόνια (Ιων. παρεόντα), η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, οι παρούσες συνθήκες, σε Θουκ.· ἐν τῷ παρόντι, αντίθ. προς ἐν τῷ ἔπειτα, στον ίδ.· πρὸς τὸ αὐτίκα, στον ίδ.
III. απρόσ., πάρεστί μοι, είναι στο χέρι μου, εξαρτάται από εμένα να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· και χωρίς δοτ., παρῆν κλύειν, αυτός που μπορεί να αντέξει, σε Αισχύλ.
2. μτχ. παρόν, Ιων. παρεόν, είναι πιθανό από τη στιγμή που επιτρέπεται, Λατ. quum liceret, παρεὸν αὐτῷ βασιλέα γενέσθαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πάρειμι: I εἰμί (impf. παρῆν - атт. παρῆ, эп. παρέην; fut. παρέσομαι - эп. παρέσσομαι; inf. παρεῖναι - эп. παρέμμεναι, дор. παρεῖμεν; part. praes. παρών - эп.-ион. παρεών)
1) присутствовать, находиться (μάχῃ Hom.; ἐν ταῖς συνουσίαις Plat.; ἐπὶ πᾶσι Xen.; παρ᾽ ἡμῖν Soph.): π. τῷ στρατεύματι Dem. находиться при войске;
2) быть в наличии, быть под рукой: εἴ μοι δύναμίς γε παρείη Hom. если бы у меня была возможность; παρὼν νῦν χρόνος Soph. настоящий момент; ἡ νῦν παροῦσα ἡμέρα Plat. нынешний день; τὸ παρόν Plat., τὸ παρεόν Her. текущий момент; πρὸς τὰ παρέοντα Her. τῷ παρόντι или ἐν τῷ τότε παρόντι Thuc., ἐν τῷ νῦν παρόντι Plat. в данных условиях; ἐκ τῶν παρόντων Thuc., Xen. и ἐκ τοῦ παρόντος Plut. в силу сложившихся обстоятельств; ἀρκούμενοι τοῖς παροῦσιν NT довольствуясь тем, что есть; τὰ παρόντα Hom. поданные на стол яства;
3) быть в помощь, помогать (τινι Hom., Aesch., Dem.);
4) (брахилогически) досл. прийдя находиться, т. е. явиться, прийти, прибыть (τινι ἐπὶ δεῖπνον Her.): ἐπ᾽ αὐτό γέ τοι τοῦτο πάρεσμεν Plat. для этого-то мы и пришли; πάρεστι πρὸς τοῦτο καιροῦ τὰ πράγματα Dem. вот до чего дошло дело; ὁ καιρὸς οὔπω πάρεστι NT время еще не настало;
5) impers. быть во власти, быть возможным: τἄλλα πάρεστί σοι πατρῷ᾽ ἑλέσθαι Soph. остальное тебе можно взять из отцовских вещей; εἰκάζειν πάρεστιν Xen. можно предполагать или легко предвидеть.
II εἶμι (impf. παρῄειν; в атт. praes. = fut., a praes. - παρέρχομαι, см.)
1) проходить мимо (παρὰ τὴν φάλαγγα Xen.): οἱ ἀεὶ παριόντες Plat. все, кто ни проходил мимо; ὃ παριὼν τῷ λόγῳ ἔτυχον εἰπών Plat. то, что я сказал мимоходом;
2) проходить, переходить (τὸν χῶρον Her.): σύνθημα παρῄει Xen. (по войскам) передавался пароль;
3) входить, вступать, проникать (εἰς οἰκίαν Xen.);
4) подходить, приближаться (ταύτῃ Xen.); продвигаться (ἐς τὸ πρόσθεν Arph.);
5) всходить (ἐπὶ τὸ βῆμα Isocr.): οἱ παριόντες Dem. выступающие с речами, ораторы;
6) опережать, обгонять, превосходить (τινά Xen.).