πεζοπόρος

From LSJ
Revision as of 01:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοπόρος Medium diacritics: πεζοπόρος Low diacritics: πεζοπόρος Capitals: ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: pezopóros Transliteration B: pezoporos Transliteration C: pezoporos Beta Code: pezopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A going by land, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. AP12.53 (Mel.) ; ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, of Xerxes, ib.9.304 (Parmen.).

German (Pape)

[Seite 542] zu Fuße gehend oder reisend; ποσσί, Mel. 80 (XII, 53); πελάγους, Parmen. 9 (IX, 304).

Greek (Liddell-Scott)

πεζοπόρος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ὁδοιπορῶν, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. Ἀνθ. Π. 12. 53· ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε πεζεύω), αὐτόθι 9. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va à pied, qui va sur terre.
Étymologie: πεζός, πορεύομαι.

Greek Monolingual

-ο / πεζοπόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πορεύεται στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, οδοιπόρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. α) αυτός που διανύει μια απόσταση με τα πόδια στην ξηρά, πεζοδρόμος
β) αυτός που είναι ικανός για πεζοπορίαείναι δεινός πεζοπόρος»)
γ) ζωολ. γένος παπαγάλων της Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια τών πλατυκερκιδών και χαρακτηρίζονται από το επίμηκες σώμα τους
αρχ.
(για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) αυτός που περπατά σε γέφυρα πάνω από θάλασσα («ναύτην ἠπείρου, πεζοπόρον πελάγους», Παρμεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος.

Greek Monotonic

πεζοπόρος: -ον, αυτός που βαδίζει στην ξηρά, σε Ανθ.· ναύτης ἠπείρου, πεζοπόρος πελάγους, λέγεται για τον Ξέρξη, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πεζοπόρος: передвигающийся пешком или сухим путем Anth.