πρίζω

From LSJ
Revision as of 02:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίζω Medium diacritics: πρίζω Low diacritics: πρίζω Capitals: ΠΡΙΖΩ
Transliteration A: prízō Transliteration B: prizō Transliteration C: prizo Beta Code: pri/zw

English (LSJ)

   A = πρίω, saw, Pl.Thg.124b (s.v.l.), D.S.4.76, Heliod. ap. Orib.47.14.3: impf. ἔπριζον LXXAm.1.3.    II file, ῥίνῃ πρίζειν Gal.12.848.

German (Pape)

[Seite 701] = πρίω, sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.

Greek (Liddell-Scott)

πρίζω: μέλλ. -ίσω, = πρίω, πριονίζω, κόπτω διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C εἶναι πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *πρίαμαι). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.

French (Bailly abrégé)

f. Moy. 3ᵉ sg. πριεῖται;
c. πρίω.

English (Strong)

a strengthened form of a primary prio (to saw); to saw in two: saw asunder.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω κάτι με πριόνι, πριονίζω
2. φρ. «ῥίνῃ πρίζω» — ρινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. πρίω.

Russian (Dvoretsky)

πρίζω: Plat., Plut., NT = πρίω I.