Σόλοι
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
Soles :
1 ville de Chypre;
2 ville de Cilicie.
Étymologie: -.
Greek Monolingual
οι, ΝΑ
1. αρχαία πόλη της Τραχείας Κιλικίας της οποίας οι κάτοικοι, κατά τους άλλους Έλληνες, μιλούσαν διαπράττοντας πολλά, ιδίως συντακτικά, λάθη
2. αρχαία πόλη-κράτος της Κύπρου.
Russian (Dvoretsky)
Σόλοι: οἱ Солы
1) город на сев.-зап. берегу Кипра Aesch., Her.;
2) впосл. Πομπηϊούπολις, приморский г. Киликии, родина философа Хрисиппа, комедиографа Филемона и поэта Арата Xen.