ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.
adv.en somme, au total.Étymologie: σύνολος.
Αβλ. σύνολος.
συνόλως: в целом, вообще Isocr.